Για ένα αναπτυξιακό-προοδευτικό πρόσημο

1186774_10203104922170071_574678204_nτου  Βαγγέλη Πιλάλη*

Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει μπροστά της να διαχειριστεί πολλά ανοιχτά «μέτωπα» και «αμαρτίες» προηγούμενων Κυβερνήσεων τόσο ως προς το εξωτερικό όσο και ως προς το εσωτερικό και μάλιστα σε σύντομο και πυκνό διάστημα.

Είναι γεγονός ότι «δαπανά» τον περισσότερο πολιτικό χρόνο της, στην προσπάθειά της, να επανατοποθετήσει με διακριτό τρόπο «το ελληνικό ζήτημα» στην κορυφή της Ευρωπαϊκής -και όχι μόνο- πολιτικής και οικονομικής ατζέντας.

Ορθώς πράττει γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να υπηρετήσει τους άμεσους στόχους της οι οποίοι είναι:

  • να αποφύγει την παγίδα άμεσης «πιστωτικής ασφυξίας» της ελληνικής οικονομίας που είχαν στήσει ορισμένα διεθνή και εγχώρια οικονομικά – πολιτικά κέντρα.
  • να αναδείξει επαρκώς σε διεθνές επίπεδο την ελληνική κρίση ως μέρος των δομικών ατελειών της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και των μονόπλευρων πολιτικών λιτότητας που επιλέχθηκαν από τους δανειστές.
  • να ανοίξει μικρό -πλην όμως πολύτιμο- «παράθυρο» έκτακτης παροχής ρευστότητας σε τράπεζες – δημόσιο – μικρομεσαίες επιχειρήσεις με μη μνημονιακούς και υφεσιακούς όρους.
  • να βρει στο εσωτερικό της χώρας -τα σωστά για την συγκυρία- θεσμικά, νομικά και οικονομικά «πατήματά» της.
  • να ανιχνεύσει τα πιθανά «μονοπάτια» νέων ευρωπαϊκών ισορροπιών και ευρύτερων γεωπολιτικών συμμαχιών.
  • να διαμορφώσει τις βέλτιστες χρηματοδοτικές λύσεις ώστε να αντιμετωπίσει τουλάχιστον την ανθρωπιστική κρίση και το χαμένο εθνικό γόητρο της χώρας.

Πρέπει όμως παράλληλα με την προσπάθεια επιτυχίας του πρώτου κύκλου διαπραγμάτευσης μέχρι και τα μέσα Απριλίου, να συνεχίσει με πιο έντονους ρυθμούς το νομοθετικό της έργο. Η ελληνική οικονομία χρήζει άμεσης ανάγκης προοδευτικών αλλαγών και ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων που θα προάγουν ταυτόχρονα την αίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας στην ελληνική κοινωνία.

Μέχρι τον Ιούνιο οφείλει να έχει τελειώσει με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και την αναδιάρθρωση του χρέους διότι εκτός από τους δανειστές-εταίρους («θεσμούς») και την εγχώρια ολιγαρχία (που για ευνόητους λόγους έχουν πολλές αντοχές και καρτερικότητα)  υπάρχει η «χτυπημένη» εγχώρια εργατική τάξη (με την διευρυμένη της έννοια) και η «χτυπημένη» εγχώρια αγορά (με την έννοια της εναπομένουσας μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και του χαμηλού ποσοστού απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα) που αμφότερες δεν έχουν τα ίδια περιθώρια αντοχών και αναμονής. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις φρόντισαν να τις εξουθενώσουν-στεγνώσουν εισοδηματικά και χρηματοδοτικά όλα αυτά τα χρόνια.

Αν λοιπόν δεν «τρέξει» στην αγορά σύντομα ένα καλά μελετημένο σχέδιο χρηματοδοτικής ενίσχυσης και ανάπτυξης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, αν δεν υπάρξει σε ένα εύλογο μεταβατικό διάστημα 6-9 μηνών η δυνατότητα δημιουργίας χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας τόσο στον ιδιωτικό όσο και από στον δημόσιο τομέα τότε τα πράγματα δεν θα πάνε καλά ανεξαρτήτως των μεσομακροπρόθεσμων ωφελημάτων της διαπραγμάτευσης.

Είναι βέβαιο ότι το ιδιότυπο-επικοινωνιακό bra de fer με τους «θεσμούς» καθώς και το ανορθόδοξο «κυνήγι» των ανομιών μέρους της ντόπιας ολιγαρχίας δεν αρκεί για να «δικαιωθεί» η αντιμνημονιακή μας κυβέρνηση πολιτικά και ιστορικά από την ελληνική κοινωνία. Τα πάντα θα κριθούν στην σφαίρα της πραγματικής οικονομίας.

Το ηθικό πλεονέκτημα που η συντριπτική πλειοψηφία των υποτελών τάξεων σήμερα αναγνωρίζει στην ελληνική κυβέρνηση δεν της παρέχει απεριόριστο χρόνο  «προστασίας» από τους διάχυτους κινδύνους της οικονομικής στασιμότητας και  δυσπραγίας.

Το παρόν και το μέλλον της παίζεται αφενός μεν στον χρηματοπιστωτικό και δημοσιονομικό χώρο που θα καταφέρει να απελευθερώσει μέσω της σκληρής διαπραγμάτευσης αφετέρου δε στο πόσο γρήγορα θα εκμεταλλευτεί αυτόν τον χώρο, για να εφαρμόσει νέες πολιτικές στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Ας κυριαρχήσει λοιπόν το προοδευτικό-αναπτυξιακό πρόσημο έναντι του επικοινωνιακού-συμβολικού.

*Μέλος Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ

 

 

Πέντε ερωτήματα απαιτούν απάντηση

του Κώστα Λαπαβίτσα

1d9c5-lapav

Η συμφωνία του Γιούρογκρουπ δεν έχει ολοκληρωθεί, εν μέρει γιατί δεν γνωρίζουμε ακόμη ποιες ‘μεταρρυθμίσεις’ θα προτείνει η ελληνική κυβέρνηση σήμερα (Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου) και ποιες από αυτές θα γίνουν δεκτές. Όσοι όμως έχουμε εκλεγεί στη βάση του προγράμματος του Σύριζα και θεωρούμε τις εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης ως δέσμευση που έχουμε αναλάβει προς τον ελληνικό λαό, έχουμε βαθιές ανησυχίες. Είναι υποχρέωσή μας να τις καταγράψουμε.

Το γενικό περίγραμμα της συμφωνίας έχει ως εξής:

 1.Η Ελλάδα ζητάει επέκταση της τρέχουσας συμφωνίας δανειακής στήριξης, η οποία στηρίζεται σε μια σειρά από δεσμεύσεις.
2.Ο στόχος της επέκτασης είναι να επιτρέψει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης της τρέχουσας συμφωνίας και να δώσει χρόνο για μια πιθανή νέα συμφωνία.
3.Η Ελλάδα θα υποβάλλει αμέσως κατάλογο ‘μεταρρυθμίσεων’, οι οποίες θα αξιολογηθούν από τους ‘θεσμούς’  και θα συμφωνηθούν τελικά τον Απρίλιο. Εάν η αξιολόγηση είναι θετική, θα αποδεσμευτούν τα χρήματα που δεν δόθηκαν ακόμη από την τρέχουσα συμφωνία συν τις επιστροφές από τα κέρδη της ΕΚΤ.
4.Τα υπάρχοντα κονδύλια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τις ανάγκες των τραπεζών και θα είναι εκτός ελληνικού ελέγχου.
5.Η Ελλάδα δεσμεύεται να εκπληρώσει πλήρως και εγκαίρως όλες τις χρηματοοικονομικές της υποχρεώσεις προς τους εταίρους της.
6.Η Ελλάδα δεσμεύεται να διασφαλίσει ‘κατάλληλα’ πρωτογενή πλεονάσματα για να εγγυηθεί τη βιωσιμότητα του χρέους στη βάση των αποφάσεων του Γιούρογκρουπ του Νοεμβρίου 2012. Το πλεόνασμα για το 2015 θα λάβει υπόψη του τις οικονομικές συνθήκες του 2015.
7.Η Ελλάδα δεν θα ανακαλέσει μέτρα, ούτε θα κάνει μονομερείς αλλαγές που μπορεί να έχουν αρνητική επίδραση στους δημοσιονομικούς στόχους, την οικονομική ανάκαμψη, ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όπως θα εκτιμηθούν από τους ΄θεσμούς’.
Στη βάση αυτή, το Γιούρογκρουπ θα ξεκινήσει τις εθνικές διαδικασίες για τετράμηνη επέκταση της τρέχουσας συμφωνίας και καλεί τις ελληνικές αρχές να ξεκινήσουν άμεσα τη διαδικασία για την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησής της.
Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πως μέσα από αυτήν τη συμφωνία θα υλοποιηθούν οι εξαγγελίες ‘της Θεσσαλονίκης’ που περιλαμβάνουν τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και την άμεση αντικατάσταση των Μνημονίων με το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης. Όσοι εκλεγήκαμε με το Σύριζα δεσμευτήκαμε ότι θα προχωρήσουμε στην υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου ανεξάρτητα από τις διαπραγματεύσεις για το χρέος, διότι το θεωρούμε απαραίτητο για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την ανακούφιση της κοινωνίας. Είναι ανάγκη λοιπόν να εξηγηθεί τώρα το πως αυτά θα υλοποιηθούν και πως θα μπορέσει η νέα κυβέρνηση να αλλάξει την τραγική κατάσταση που κληρονόμησε.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, το Εθνικό Σχέδιο περιλάμβανε τέσσερις πυλώνες με κόστος για τον πρώτο χρόνο ως εξής:
Ι) Αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης (1,9 δις).
ΙΙ) Επανεκκίνηση της οικονομίας με φορολογικές ελαφρύνσεις, ρύθμιση «κόκκινων δανείων», ίδρυση Αναπτυξιακής Τράπεζας, επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ (συνολικά 6,5 δις).
ΙΙΙ) Πρόγραμμα Δημόσιας Απασχόλησης για 300000 θέσεις εργασίας (3 δις τον πρώτο χρόνο και άλλα 2 δις τον δεύτερο).
IV) Μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος με παρεμβάσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση και στο κοινοβούλιο.
Οι πηγές χρηματοδότησης και πάλι για τον πρώτο χρόνο είχαν προβλεφθεί ως εξής:
Ι) Εκκαθάριση χρεών προς την εφορία (3 δις)
ΙΙ) Πάταξη της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου (3 δις)
ΙΙΙ) Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (3 δις)
IV) ΕΣΠΑ και άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα (3 δις)
Με δεδομένο λοιπόν το ανακοινωθέν του Γιούρογκρουπ, ρωτώ:
Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης
Πως θα χρηματοδοτηθεί το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης, όταν τα 3 δις του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είναι πλέον εκτός ελληνικού ελέγχου; Η αφαίρεση αυτών των κονδυλίων κάνει ακόμη πιεστικότερη τη συλλογή μεγάλων ποσών από τη φοροδιαφυγή και την εκκαθάριση χρεών σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Πόσο εφικτή είναι αυτή η προοπτική;
Διαγραφή χρέους
Πως θα προχωρήσει η διαγραφή του χρέους, όταν η Ελλάδα δεσμεύεται να εκπληρώσει πλήρως και εγκαίρως όλες τις χρηματοοικονομικές της υποχρεώσεις προς τους εταίρους της;
Άρση λιτότητας
Πως θα υπάρξει άρση της λιτότητας, όταν η Ελλάδα δεσμεύεται να πετύχει ‘κατάλληλα’ πρωτογενή πλεονάσματα για να καταστήσει το υπάρχον τεράστιο χρέος ‘βιώσιμο’; Η ‘βιωσιμότητα’ του χρέους – όπως την εκτιμούσε η Τρόικα – ήταν ακριβώς η αιτία για το παράλογο κυνήγι πρωτογενών πλεονασμάτων. Καθώς το χρέος δεν θα μειωθεί σημαντικά, πως θα πάψουν να υπάρχουν πρωτογενή πλεονάσματα που είναι καταστροφικά για την ελληνική οικονομία και αποτελούν την ουσία της λιτότητας;
Εποπτεία και δημοσιονομικό κόστος
Πως θα προχωρήσει οποιαδήποτε προοδευτική αλλαγή στη χώρα, όταν οι ΄θεσμοί’ θα ασκούν αυστηρή εποπτεία και θα απαγορεύουν μονομερείς ενέργειες; Θα επιτρέψουν οι ‘θεσμοί’ την υλοποίηση των πυλώνων ‘της Θεσσαλονίκης’ δεδομένου ότι έχουν άμεσο, ή έμμεσο δημοσιονομικό κόστος;
Η μελλοντική διαπραγμάτευση
Τι ακριβώς θα έχει αλλάξει στους επόμενους τέσσερις μήνες της ‘παράτασης’, ώστε η νέα διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας να γίνει από καλύτερες θέσεις; Τι θα αποτρέψει την επιδείνωση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης της χώρας;
Οι στιγμές είναι απολύτως κρίσιμες για την κοινωνία, το έθνος και φυσικά την Αριστερά. Η δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης εδράζεται στο πρόγραμμα του Σύριζα. Το ελάχιστο που απαιτείται είναι να έχουμε μια ανοιχτή συζήτηση στα κομματικά όργανα και στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Πρέπει άμεσα να δώσουμε καίριες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα ώστε να διατηρήσουμε τη μεγάλη στήριξη και δυναμική που μας δίνει ο ελληνικός λαός. Οι απαντήσεις που θα δοθούν το αμέσως επόμενο διάστημα θα κρίνουν το μέλλον της χώρας και της κοινωνίας.

Ανακοίνωση Πρωτοβουλίας για την Αριστερή Ανασύνθεση 22/02/2015

.

Η καταρχήν συμφωνία στο Eurogroup οφείλει να βάλει σε βαθύ προβληματισμό τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή τη φορά ο διάβολος δεν κρύφτηκε στις λεπτομέρειες. Κάνει φανερή την παρουσία του στους όρους της συμφωνίας. Το μνημόνιο έγινε μεταβατικό πρόγραμμα, η τρόικα έγινε «θεσμοί» και τα  έντεκα εκατομμύρια του ΤΧΣ επέστρεψαν από τη χώρα μας στα ευρωπαϊκά ταμεία για να μην  τα πάρουν τα κακά παιδιά της κυβέρνησης και τα σπαταλήσουν σε μέτρα καταπολέμησης της ανθρωπιστικής κρίσης.

Τη Δευτέρα το βράδυ δεν θα αξιολογηθούν τα έργα αλλά κι αυτές ακόμα οι προθέσεις της νέας κυβέρνησης. Ο έλεγχος θα είναι προληπτικός τώρα και κατασταλτικός στη συνέχεια. Η καταβολή της δόσης θα συνεχίσει να τρομοκρατεί την Ελληνική κοινωνία.

Κάτω  από αυτές τις συνθήκες το κόμμα μας, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να ανασυνταχτεί και να συζητήσει. Αλλοίμονο αν μαζί με μια κακή συμφωνία έχουμε και κάποιους κομματικότερους ημών των υπολοίπων που έφτασαν να λοιδορούν τον Μανώλη Γλέζο και να απαιτούν τη διαγραφή άλλων επειδή κατέγραψαν την ισχυρή διαφωνία τους .

Η Πρωτοβουλία για την Αριστερή Ανασύνθεση με τις μικρές της δυνάμεις ζητεί και προτείνει σε όλους και όλες να ζητήσουν την άμεση σύγκλιση της Κ.Ε.

Κόμμα χειροκροτητής  και κομματικά μέλη που ελεεινολογούν όσους διαφωνούν, είναι η χειρότερη προσφορά στην κυβέρνηση.

Χωρίς κραυγές  και συντροφικά μαχαιρώματα πρέπει να συζητήσουμε για την νέα κατάσταση και να πάρουμε δεσμευτικές αποφάσεις.

Μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τα όργανά του. Τώρα…

Αναδιανομή λιτότητας;

του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
kibour_300x200.

Τον μέσο πολίτη, που στοιχίζεται στον δημοσκοπικό «λαό των ικανοποιημένων» από τα πρώτα βήματα της κυβέρνησης, λίγο τον ενδιαφέρει αν η παράταση της δανειακής σύμβασης θα ονομαστεί «κωλοτούμπα», αθέτηση εξαγγελιών, υποχώρηση μπροστά στην αδιαλλαξία των δανειστών ή ρεαλιστικός συμβιβασμός. Ελάχιστα τον ενδιαφέρει αν η κυβέρνηση είναι original αριστερή, κοινωνικής σωτηρίας ή εθνικής ευθύνης. Κι ακόμη λιγότερο τον νοιάζει αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η ριζοσπαστική Αριστερά που υποστηρίζει ότι είναι, δεν είναι μια γνήσια αντικαπιταλιστική δύναμη, αλλά μια ριζοσπαστική Κεντροαριστερά που δεν υπερβαίνει το πλαίσιο του αριστερού κεϋνσιανισμού, με τον οποίο προσπαθεί να επιδράσει στην ευρωπαϊκή ελίτ και να αμφισβητήσει την ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου δογματισμού.

Αυτό που ενδιαφέρει τον μέσο πολίτη, εν ολίγοις, δεν είναι αν ο «έντιμος συμβιβασμός» που διαπραγματεύεται η κυβέρνηση συνιστά ιδεολογική ή πολιτική υποχώρηση, αλλά αν αφήνει περιθώρια στην κυβέρνηση να υλοποιήσει τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής της: να βάλει τέλος στη λιτότητα και να την αντιστρέψει για τα πιο τσακισμένα λαϊκά στρώματα.

Ο μέσος αριστερός πολίτης έχει, από την άλλη πλευρά, πιο περίπλοκα κριτήρια για να «μετρήσει» την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛΛ. Προφανώς έβγαλε φλύκταινες με την επιλογή του δεξιού Προέδρου της Δημοκρατίας, δυσανασχέτησε για τη συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛΛ., δυσφόρησε με την τοποθέτηση προσώπων που προέρχονται από την εκσυγχρονιστική και άλλες πτέρυγες του «όλου» ΠΑΣΟΚ και μελαγχόλησε με το μετεκλογικό στρογγύλεμα στις οξείες γωνίες του προεκλογικού προγράμματος. Πάλι, όμως, και ο μέσος αριστερός πολίτης αντιλαμβάνεται ότι αυτό που θα κρίνει τη φορά της κυβερνητικής αλλαγής είναι η παρέμβασή της στην αντιστροφή της λιτότητας. Από κάτω προς τα πάνω και από έξω προς τα μέσα.

Ο σκληρός πυρήνας της δανειακής σύμβασης ήταν η στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 27% σε μια πενταετία δεν ήταν αστοχία, αλλά αδήλωτος (ως προς το μέγεθός του) στόχος. Συνίστατο στη δραματική μείωση της τιμής της εργασίας, των εισοδημάτων και όλων των περιουσιακών στοιχείων, δημόσιων και ιδιωτικών. Ο στόχος και τα συστατικά του μέρη επετεύχθησαν, και μάλιστα πάνω από τις προσδοκίες, τόσο με τις διοικητικές και νομοθετικές ρυθμίσεις των Μνημονίων υπέρ του κέρδους όσο και με τη μηχανική της ίδιας της κρίσης, η οποία δημιούργησε ευρέα πεδία σκιώδους οικονομίας τριτοκοσμικού τύπου, όπου δεν ισχύουν ούτε καν οι τυπικές «ρυθμίσεις» της απορρύθμισης. Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που συνοπτικά αποκαλούμε λιτότητα.

Η λιτότητα έχει βασικό προορισμό να ευνοήσει την κερδοφορία του κεφαλαίου. Αλλά στις ιδιότυπες συνθήκες της υπερχρεωμένης Ελλάδας αυτό δεν αφορούσε τόσο το εγχώριο κεφάλαιο, μέρος του οποίου αξιοποίησε φυσικά στο έπακρο την ευκαιρία, όσο το ξένο. Και μάλιστα όχι μέσω του κλασικού παραγωγικού κύκλου, που απαιτεί επενδύσεις, αλλά κυριολεκτικά μέσω της αρπαχτής: δηλαδή της αποπληρωμής του απεχθούς χρέους και του ξεπουλήματος της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας. Αυτή ήταν η ιδιομορφία του ελληνικού πειράματος που εξελίχθηκε σε αποικιοποίηση της χώρας και επέβαλε, τελικά, μια αναδιανομή του πλούτου (λιτότητα) από κάτω προς τα πάνω και κυρίως προς τα έξω (με τη δουλική συναίνεση των εγχωρίων «πάνω», που πίστεψαν πως θα ωφεληθούν από την πρόσδεσή τους στο άρμα των ομολόγων τους «έξω». Οι περισσότεροι την πάτησαν).

Πώς ξηλώνεται αυτός ο καμβάς; Το μείζον είναι να σταματήσει η εκροή πλούτου προς τα έξω, προς τους δανειστές. Συνελόντι ειπείν, να σταματήσει η αποπληρωμή του χρέους, να διαγραφεί το απεχθές τμήμα του, που επιβλήθηκε ακριβώς ως μοχλός εσωτερικής υποτίμησης. Ας υποθέσουμε ότι αυτό αποτελεί μέρος μιας πιο μακροπρόθεσμης διαπραγμάτευσης, που θα εξαρτηθεί και από τους πολιτικούς συσχετισμούς οι οποίοι θα διαμορφωθούν από το «σερί» οκτώ εκλογικών αναμετρήσεων στην Ε.Ε. μέχρι το τέλος του χρόνου.

Απομένει το υπόλοιπο του σκληρού πυρήνα του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, η εφαρμογή των πρώτων άμεσων μέτρων αντι-λιτότητας. Το κόστος του έχει υπολογιστεί στα 11,5 δισ. ευρώ. Προκύπτουν αυτοί οι πόροι από τον ενδιάμεσο «έντιμο συμβιβασμό»; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα με βάση το οποίο ο μέσος πολίτης του δημοσκοπικού «λαού των ικανοποιημένων», αλλά και ο μέσος αριστερός «σκεπτικιστής» αξιολογούν τη διαπραγμάτευση και τον συμβιβασμό.

Εκ πρώτης όψεως τα νούμερα δεν βγαίνουν. Η αποδοχή έστω και μικρότερου πρωτογενούς πλεονάσματος και του ισχύοντος χρονοδιαγράμματος εξόφλησης των δανείων αφήνει ελάχιστα περιθώρια χρηματοδότησης των βασικών μέτρων αντι-λιτότητας. Δίνει όμως χρόνο, θα αντιτείνουν κάποιοι. Αλλά ο χρόνος δεν είναι χρήμα στην περίπτωσή μας. Και ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι να αναγκαστεί η κυβέρνηση, αντί της υπεσχημένης αντι-λιτότητας, να προσφύγει σε μια πολιτική αναδιανομής της λιτότητας, και μάλιστα μεταξύ των κατ’ εξοχήν θυμάτων της. Επιθυμούμε διακαώς να διαψευστούν οι υπολογισμοί μας.

Tι ηττήθηκε στο Eurogroup – και πως να μην οριστικοποιηθεί

Ας αρχίσουμε από το προφανές -το οποίο κάποια επιμένουν να αρνούνται για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω: η συμφωνία στην οποία σύρθηκε η ελληνική κυβέρνηση στο Eurogroup της Παρασκευής συνιστά κατά κράτος υποχώρηση της ελληνικής πλευράς.
.
του Στάθη Κουβελάκη
190251_10151251093385470_1359789853_n.

Και τούτο γιατί αποτελεί, πολύ συνοπτικά:

1) παράταση της μνημονιακού καθεστώτος 2) αναγνώριση της δανειακής σύμβασης και του συνόλου του χρέους 3) παράταση του καθεστώτος «εποπτείας», δηλαδή της τροϊκανής κηδεμονίας με άλλο όνομα 4) προληπτική ακύρωση της δυνατότητας υλοποίησης του προγράμματος του Σύριζα. Μια τέτοιας έκτασης αποτυχία δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι, ατύχημα, ούτε αποτέλεσμα κάποιου λάθος χειρισμού. Αποτελεί ήττα ενός συγκεκριμένου πολιτικού σκεπτικού στο οποίο στηρίχθηκε όλη η τώρα προσέγγιση της κυβέρνησης Σύριζα. Τι προβλέπει η συμφωνία της Παρασκευής. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά. Στο πνεύμα της λαϊκής εντολής ρήξης με το μνημονιακό καθεστώς και αποτίναξης του άχθους του χρέους, η ελληνική πλευρά είχε ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις απορρίπτοντας την παράταση του τρέχοντος «προγράμματος , καθώς και τη δόση των επτά δις, με την εξαίρεση του 1,9 δις της επιστροφής των κερδών από ελληνικά ομόλογα που δικαιούτο. Δεν αποδεχόταν διαδικασίες εποπτείας και αξιολόγησης και ζητούσε τετράμηνο μεταβατικό «πρόγραμμα γέφυρα» χωρίς μέτρα λιτότητας για να εξασφαλίσει ρευστότητα και να μπορέσει να υλοποιήσει μέρος τουλάχιστον του προγράμματός της, εντός ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Ζητούσε επίσης να αναγνωρίσουν οι δανειστές την μη-βιωσιμότητα του χρέους και την ανάγκη έναρξης νέου κύκλο διαπραγμάτευσης εφ’όλης της ύλης στο επόμενο διάστημα.

Η τελική συμφωνία ισοδυναμεί με σημείο προς σημείο απόρριψη όλων των προηγούμενων αιτημάτων, και μάλιστα με πρόσθετους επιβαρυντικούς όρους  που στοχεύουν στο να δέσουν εξ’αρχής τα χέρια της κυβέρνησης ως προς οποιοδήποτε μέτρο θα μπορούσε να σημαδοτήσει ρήξη με τις μνημονιακές πολιτικές.

Σύμφωνα λοιπόν με το ανακοινωθέν του Eurogroup[1] , το υπάρχον πρόγραμμα ονομάζεται πλέον «διευθέτηση» (arrangement) αλλά η ουσία δεν αλλάζει στο παραμικρό. Η «παράταση» που ζητά πλέον η ελληνική πλευρά (με τον όρο της «Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης») γίνεται «στο πλαίσιο της υπάρχουσας διευθέτησης» και έχει ως «σκοπό» την «επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης στη βάση των όρων της υπάρχουσας διευθέτησης». Διευκρινίζεται ταυτόχρονα ότι «μόνο με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης αυτής της παρατεινόμενης συμφωνίας από τους θεσμούς θα επιτραπεί την εκταμίευση της δόσης που απομένει από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και τη μεταφορά των κερδών του 2014 από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης (SMP). Και τα δύο χρειάζονται εκ νέου έγκριση από το Eurogroup». Η Ελλάδα θα λάβει λοιπόν τη δόση που έχει αρχικά αρνηθεί αλλά τηρώντας τις υπάρχουσες δεσμεύσεις των προκατόχων της. Business as usual. Εχουμε δηλαδή πλήρη επικράτηση της γερμανικής άποψης που έθετε ως όρο για οποιαδήποτε συμφωνία, και οποιαδήποτε μελλοντική εκταμίευση πόρων, την ολοκλήρωση των διαδικασιών «αξιολόγησης» από τους τριμερείς μηχανισμούς εποπτείας (είτε αποκαλούνται Τρόϊκα είτε «θεσμοί») κάθε προηγούμενου ή επερχόμενου προγράμματος ή συμφωνίας.

Επιπλέον για να ξεκαθαριστεί ότι η χρησιμοποίηση του όρου «θεσμοί» έναντι του «τρόϊκα» έχει απλά διακοσμητικό χαρακτήρα, το κείμενο κατoχωρώνει ρητά την τριμερή σύνθεση του μηχανισμού εποπτείας, τονίζοντας ότι στους «θεσμούς» περιλαμβάνεται αυτοδίκαια η ΕΚΤ («στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζουμε την ανεξαρτησία της ΕΚΤ») καθώς και το ΔΝΤ («συμφωνούμε επιπλέον ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα συνεχίσει να παίζει το ρόλο του»).

Σε ότι αφορά το χρέος, το κείμενο αναφέρει πως «οι ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την αδιαμφισβήτηση δέσμευσή τους να τηρήσουν τις δανειακές υποχρεώσεις προς όλους τους πιστωτές, πλήρως και έγκαιρα». Με άλλα λόγια ξεχάστε οποιαδήποτε συζήτηση για «κούρεμα», «απομείωση» και πολύ περισσότερο βέβαια για «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους». Η όποια μελλοντική «ελάφρυνση» μπορεί να γίνει μόνο στη βάση των όσων είχαν προταθεί στην απόφαση του Νοέμβρη του 2012, δηλαδή μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση, που ως γνωστόν ελάχιστα αλλάζουν το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους, το οποίο αφορά μόνο την πληρωμή τόκων που είναι ήδη πολύ χαμηλοί[2].

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Διότι για την αποπληρωμή του χρέους η ελληνική πλευρά δέχεται πλήρως το πλαίσιο των αποφάσεων του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012, επί τριμερούς κυβέρνησης Σαμαρά[3] , που περιελάμβανε τις εξής δεσμεύσεις: πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4,5% από το 2016[4] , επιτάχυνση ιδιωτικοποιήσεων και σύσταση ενός ειδικού λογαριασμού για την εξυπηρέτηση του χρέους στον οποιο το ελληνικό δημόσιο μεταφέρει όλα τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων, τα πρωτογενή πλεονάσματα, και το 30% τυχόν επιπλέον πλεονασμάτων με σκοπό την εξυπηρέτηση του χρέους. Γι αυτό εξ’άλλου και το κείμενο της Παρασκευής δεν κάνει λόγο μόνο για πλεονάσματα αλλά και για άλλα «οικονομικά έσοδα». Σε κάθε περίπτωση, η καρδιά της μνημονιακής λεηλασίας, δηλαδή η επίτευξη εξωφρενικών πρωτογενών πλεονασμάτων και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας με αποκλειστικό αποδέκτη τις τσέπες των δανειστών παραμένει άθικτη. Η μοναδική υποψία χαλάρωσης είναι ότι για τον «στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος του (τρέχοντος) έτους» υπάρχει η ασαφής διατύπωση ότι «οι θεσμοί θα λάβουν υπόψιν τις οικονομικές συνθήκες του 2015».

Η απόρριψη όλων των ελληνικών αιτημάτων δεν ήταν όμως αρκετή για τους Ευρωπαίους. Επρεπε με κάθε τρόπο να δεθούν τα χέρια της κυβέρνησης Σύριζα, έτσι ώστε να αποδειχθεί στην πράξη ότι, όποιο κι αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα και το πολιτικό πρόσημο της κυβέρνησης που προκύπτει, καμμιά ανατροπή της λιτότητας δεν είναι εφικτή εντός του υπάρχοντος ευρωπαϊκού πλαισίου. Οπως δήλωσε εύγλωττα ο Γιούνκερ «δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών συνθυκών».

Και αυτό προβλέπεται να γίνει με δυό τρόπους: πρώτον, όπως αναφέρει το κείμενο, «οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να απόσχουν από κάθε ανατροπή μέτρων ή μονομερείς αλλαγές στις πολιτικές αυτές και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα είχαν αρνητικές συνέπειες στους δημοσιονομικούς στόχους, στην οικονομική ανάκαμψη ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όπως αξιολογούνται από τους θεσμούς». Ούτε ξήλωμα του μνημονιακού καθεστώτος («ανατροπή μέτρων»), ούτε «μονομερής ενέργεια» και μάλιστα όχι μόνο σε ότι αφορά μέτρα με δημοσιονομικό κόστος (όπως την κατάργηση φόρων, την αύξηση του αφορολόγητου όριου, τις συντάξεις, τα «ανθρωπιστικά» κλπ), όπως είχε αρχικά λεχθεί, αλλά πολύ ευρύτερα, για οτιδήποτε μπορεί να «επηρεάσει αρνητικά» την «οικονομική ανάκαμψη ή την χρηματοπιστωτική σταθερότητα» πάντα σύμφωνα με την αποφασιστική επί του θέματος γνώμη των «θεσμών» που καλούνται να τα αξιολογήσουν. Περιττό να πούμε ότι κάτι τέτοιο αφορά τόσο την επαναφορά του κατώτατου μισθού και της εργασιακής νομοθεσίας αλλά και τις αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα με στόχο τον δημόσιο έλεγχό του (ούτε λόγος βέβαια για «δημόσια ιδιοκτησία» όπως προέβλεπε η ιδρυτική διακύρηξη του Σύριζα).

Επιπλέον η συμφωνία προβλέπει ότι «τα κεφάλαια που είναι διαθέσιμα ως απόθεμα του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) θα πρέπει να παραμείνουν δεσμευμένα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και εκτός της δικαιοδοσίας τρίτου μέρους κατά τη διάρκεια της περιόδου παράτασης της δανειακής σύμβασης. Τα κεφάλαια αυτά θα είναι διαθέσιμα καθ όλη τη διάρκεια της επέκτασης της δανειακής σύμβασης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών και το κόστος των αποφάσεων. Θα αποδεσμευτούν μόνο με αίτημα της ΕΚΤ». Η πρόβλεψη αυτή δείχνει ότι δεν είχε διαφύγει της προσοχής των Ευρωπαίων ότι το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του Σύριζα προέβλεπε ότι το «κόστος κεφαλαίου εκκίνησης του δημόσιου, ενδιάμεσου φορέα και το κόστος κεφαλαίου εκκίνησης της ίδρυσης τραπεζών ειδικού σκοπού, που συνολικά είναι της τάξης των €3 δις, θα το χρηματοδοτήσουμε από το λεγόμενο «μαξιλάρι» των, περίπου, €11 δις του ΤΧΣ για τις τράπεζες»[5] . Με άλλα λόγια, τέρμα στην όποια σκέψη χρησιμοποίησης για αναπτυξιακούς σκοπούς πόρων του ΤΧΣ. Διαλύονται έτσι και οι όποιες ψευδαισθήσεις υπήρχαν ακόμη για τη δυνατότητα χρησιμοποίησης ευρωπαϊκών πόρων εκτός του αυστηρού πλαισίου για το οποίο είχαν προβλεφθεί, και πολύ περισσότερη η εκχώρησή τους στη δικαιοδοσία της ελληνικής κυβέρνησης.

Η ήττα της στρατηγικής του «καλού ευρώ»

Μπορεί η ελληνική πλευρά να θεωρήσει ότι πέτυχε κάτι πέρα από την πλούσια γλωσσική ευρασιτεχνία του κειμένου; Θεωρητικά ναι, στο βαθμό που δεν αναφέρονται ρητά επιπλέον μέτρα λιτότητας και που οι «διαρθρωτικές αλλαγές» για τις οποίες γίνεται λόγος (πάταξη της φοροδιαφυγής και διοικητική μεταρρύθμιση)[6] δεν έχουν τέτοιο πρόσημο, κάτι που απομένει βέβαια να αποδειχθεί από τη λίστα των μετρών έτσι όπως θα διαμορφωθεί στις αμέσως επόμενες μέρες. Εφόσον όμως διατηρείται ο στόχος των εξωφρενικών πλεονασμάτων, καθώς και το σύνολο του τροϊκανού μηχανισμού εποτείας και αξιολόγησης , η οποιαδήποτε ιδέα χαλάρωσης της λιτότητας φαντάζει εξωπραγματική. Νέα μέτρα, και φυσικά μονιμοποίηση του υπάρχοντος «μνημονιακού κεκτημένου», αποτελούν μονόδρομο όσο παραμένει και μάλιστα διαιωνίζεται αναβαπτιζόμενο αυτό το καθεστώς.

Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι κατά τη διάρκεια της «διαπραγμάτευσης», με το πιστόλι της ΕΚΤ και του συνεπακόλουθου τραπεζικού πανικού στον κρόταφο, οι ελληνικές θέσεις σαρώθηκαν περίπου ολοκληρωτικά. Εξ’ου και η παρηγοριά των γλωσικών «καινοτομιών» («θεσμοί» αντί για «τρόϊκα», «υπάρουσα διευθέτηση» αντί για «τρέχον πρόγραμμα», «Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης» αντί για «Μνημόνιο» κλπ..), συμβολική παρηγοριά ή περαιτέρω εμπαιγμός ανάλογα με το πως το βλέπει κανείς.

Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει είναι πως φθάσαμε ως εδώ. Πως λίγες μόνο βδομάδες μετά το ιστορικό αποτέλεσμα της 25ης Γενάρη έχουμε αναίρεση της λαϊκής εντολής για αντιμνημονιακή ανατροπή; Η απάντηση είναι μάλλον απλή: αυτό που κατέρρευσε σ’αυτές τις δυό βδομάδες είναι μια συγκεκριμένη επιλογή που στήριξε όλη την προσέγγιση του Σύριζα αυτά τα χρόνια, και ειδικότερα μετά το 2012. Η στρατηγική που απέκλειε τις «μονομερείς κινήσεις», όπως η στάση πληρωμών και, πολύ περισσότερο την έξοδο από το ευρώ, και θεωρούσε ότι:

–          Στο θέμα του χρέους μπορούσε να βρεθεί ευνοϊκή για τον οφειλέτη λύση με τη σύμφωνη γνώμη του δανειστή, κατά το πρότυπο των συμφωνιών του Λονδίνου του 1953 για τα χρέη της Γερμανίας, παραβλέποντας φυσικά ότι οι λόγοι που είχαν τότε Σύμμαχοι να φερθούν γενναιόδωρα στη Γερμανία σε καμμία περίπτωση δεν ισχύουν σήμερα για τους Ευρωπαίους σε ότι αφορά το ελληνικό, και γενικότερα το δημόσιο χρέος των υπερχρεωμένων κρατών της νυν ΕΕ.
–          Η ανατροπή των Μνημονίων, η αποπομπή της Τρόϊκας και η «αλλαγή υποδείγματος» στην οικονομική πολιτική (με άλλα λόγια, η υλοποίηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης) μπορούσαν να υλοποιηθούν άσχετα από την έκβαση της διαπραγμάτευσης για το χρέος και, κυρίως, χωρίς να προκαλέσει ουσιαστική αντίδραση, πέρα από τις θεωρούμενες ως «μπλόφες» αρχικές απειλές, από την πλευρά των Ευρωπαίων. Το ήμιση μάλιστα της χρηματοδότησης του προγράμματος της Θεσσαλονίκης προβλεπόταν να γίνει από ευρωπαϊκούς πόρους. Με άλλα λόγια, όχι μόνο οι Ευρωπαίοι δεν θα αντιδρούσαν αλλά θα χρηματοδοτούσαν μεγαλόψυχα την αντίθετη ακριβώς πολιτική από αυτήν που επέβαλλαν με κάθε μέσο την τελευταία πενταετία.
–          Τέλος το σενάριο του «καλού ευρώ» προϋπέθετε και την ύπαρξη υπολογίσιμων συμμάχων σε επίπεδο κυβερνήσεων ή/και θεσμών (δεν αναφερόμαστε εδώ στην στήριξη κινημάτων ή άλλων αριστερών δυνάμεων). Κατά καιρούς αναφέρονταν ως ενδεχόμενοι τέτοιοι σύμμαχοι οι κυβερνήσεις Γαλλίας και Ιταλίας, οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, τέλος, σε ένα πραγματικό παράληρημα φαντασίας, ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι!

Ολα αυτά κατέρρευσαν εντός ελάχιστων ημερών. Στις 4 Φλεβάρη η ΕΚΤ ανακοίνωσε την διακοπή της κύριας πηγής παροχής ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες. Η εκροή που είχε αρχίσει πήρε σύντομα ανεξέλεγκτες διαστάσεις, χωρίς οι ελληνικές αρχές, φοβούμενες ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε απαρχή Grexit, να είναι διατεθειμένες να πάρουν το παραμικρό «μονομερές» μέτρο (όπως τον έλεγχο κεφαλαίων) για να το αντιμετωπίσουν. Η λέξη «διαγραφή» του χρέους, ή και «κούρεμα», απορρίφθηκαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο από δανειστές τους οποίους εξόργιζε μόνο το άκουσμα αυτών των λέξεων (κάτι που οδήγησε στην άμεση σχεδόν απόσυρσή τους). Αντί της ανατροπής τους, το μόνο «εκτός διαπραγμάτευσης» πλαίσιο αποδείχθηκε ότι είναι η διατήρηση των Μνημονίων και της τροϊκανής εποπτείας. Καμμία απολύτως χώρα δεν στήριξε τις ελληνικές θέσεις, πέρα από κάποιες διπλωματικές αβρότητες όσων ήθελαν η ελληνική κυβέρνηση να σώσει κάπως τα προσχήματα.

Φοβούμενη περισσότερο το Grexit από τους συνομιλητές της, εντελώς απροετοίμαστη απέναντι στο απόλυτα προβλέψιμο ενδεχόμενου τραπεζικ’ης αποσταθεροποίησης (το κλασσικό όπλο του συστήματος διεθνώς ενάντια σε αριστερές κυβερνήσεις εδώ και σχεδόν έναν αιώνα), η ελληνική πλευρά στερείτο στην ουσία οποιουδήποτε διαπραγματευτικού όπλου. Βρέθηκε κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο και δεν είχε παρά κακές επιλογές στη διάθεσή της. Η ήττα της Παρασκευής ήταν αναπόφευκτη και σηματοδοτεί το οριστικό τέλος της στρατηγικής της «εντός ευρώ θετικής λύσης», για τη ακρίβεια της «πάση θυσία εντός ευρώ θετικής λύσης».

Ελικρίνεια, η προϋπόθεση για να αποφευχθεί η οριστική ήττα

Σπάνια μια στρατηγική έχει διαψευστεί τόσο καθαρά και σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Γι αυτό και δίκαια ο Μανώλης Γλέζος μιλάει για «ψευδαίσθηση» και, στεκόμενος στο ύψος των περιστάσεων, ζητάει συγνώμη που συνέβαλε στην καλλιέργειά της στον λαό. Ακριβώς για τον ίδιο λόγο, αλλά αντίστροφα, η ελληνική κυβέρνηση, με τη βοήθεια ορισμένων εγχώριων ΜΜΕ, προσπαθεί να παρουσιάσει ένα συντριπτικό αποτέλεσμα ως «διαπραγματευτική επιτυχία» που επιβεβαιώνει ότι η «Ευρώπη είναι πεδίο διαπραγμάτευσης»,που «αφήνει πίσω την Τροϊκα και τα Μνημόνια» και άλλα παρόμοια. Φοβούμενη να πράξει αυτό που με το θρυλικό του θάρρος τόλμησε ο Μανώλης Γλέζος, να παραδεχθεί δηλαδή τη αποτυχία της όλης στρατηγικής της, προσπαθεί να την συγκαλύψει «βαφτίζοντας το κρέας ψάρι» κατά την προσφιλή έκφραση.

Το να παρουσιάζεται όμως μια ήττα ως «επιτυχία» είναι κάτι ίσως πολύ χειρότερο από την συγκεκριμένη ήττα. Διότι αφενός καθιστά τον κυβερνητικό λόγο μια εκδοχή επίσημης «ξύλινης γλώσσας», που απλώς καλείται να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων την οποιδήποτε απόφαση κάνοντας το άσπρο μαύρο, και αφετέρου διότι προετοιμάζει με μαθηματική ακρίβεια το έδαφος για επόμενες, και οριστικού χαρακτήρα ήττες. Διότι διαλύει εν τέλει τα ίδια τα κριτήρια που διαχωρίζουν την επιτυχία από την αναδίπλωση. Για να το πούμε καταφεύγοντας σε ένα γνωστό στους αριστερούς ιστορικό προηγούμενο, εάν η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, με την  οποία η σοβιετική Ρωσσία πέτυχε ειρήνη με τη  Γερμανία αποδεχόμενη τεράστιες εδαφικές απώλειες, είχε ανακηρυχθεί σε «νίκη», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είχε ηττηθεί η Οκτωβριανή επανάσταση.

Εαν θέλουμε λοιπόν να αποφύγουμε μια δεύτερη, και αυτή τη φορά οριστική ήττα, που θα τερματίσει, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την κοινωνία και την Αριστερά εντός και εκτός της χώρας μας, το ελληνικό αριστερό πείραμα, πρέπει να κοιτάξουμε την πραγματικότητα κατάματα και να μιλήσουμε την γλώσσα της ειλικρίνειας. Η συζήτηση για την στρατηγική πρέπει επιτέλους να ξανανοίξει, χωρίς ταμπού και στη βάση των συνεδριακών αποφάσεων του Σύριζα που εδώ και καιρό έχουν μετραταπεί σε ακίνδυνο εικόνισμα. Αν ο Σύριζα έχει ακόμη λόγο ύπαρξης ως πολιτικό υποκείμενο, ως χώρος παραγωγής πολιτικής και συμβολής στον αγώνα των υποτελών τάξεων, δεν μπορεί παρά να συνίσταται σ’αυτό, στην σε βάθος ανάλυση της παρούσας κατάστασης και στον τρόπο υπέρβασής της.

«Η αλήθεια είναι επαναστατική» όπως έχει πει ένα διάσημος ηγέτης που ήξερε καλά για τι μιλούσε. Και μόνο η αλήθεια είναι επαναστατική, μπορούμε να συμπληρώσουμε με την ιστορική εμπειρία που έχουμε έκτοτε αποκτήσει.


[1] Ολόληρο το κείμενο σε ελληνική μετάφραση εδώhttp://www.thepressproject.gr/article/73411/Olokliro-to-anakoinothen-tou-Eurogroup
[2] Βλέπε την ανάλυση του Πάνου Κοσμά εδώ http://rproject.gr/article/anatropi-tis-litotitas-me-pagoma-hreoys-kai-isoskelismeno-proypologismo
[3] Η σχετική παράγραφος έχει ως εξης. «Οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται επιπλέον να διασφαλίσουν τα πρέποντα πρωτογενή πλεονάσματα ή τα οικονομικά έσοδα που απαιτούνται για τη βιωσιμότητα του χρέους, σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012. Οι θεσμοί θα λάβουν υπόψιν τις οικονομικές συνθήκες του 2015 για τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2015».
[4] Ολο το κείμενο του Eurogroup του 2012 εδώhttp://www.ekathimerini.com/4dcgi/_w_articles_wsite2_1_27/11/2012_471716και μια παρουσίαση εδώ http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=485709
[6] «Οι ελληνικές αρχές εξέφρασαν την ισχυρή δέσμευσή τους να διευρύνουν και να εμβαθύνουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στη βελτίωση της ανάπτυξης και των προοπτικών απασχόλησης, διασφαλίζοντας σταθερότητα και ανθεκτικότητα του δημοσιονομικού τομέα και ενισχύοντας τη κοινωνική δικαιοσύνη. Οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις για την πάταξη της φοροδιαφυγής και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελληνικές αρχές υπόσχονται να χρησιμοποιήσουν με το βέλτιστο τρόπο τη συνεχιζόμενη διάθεση τεχνικής βοήθειας».

Ανακωχή και καραντίνα

του Ηλία Ιωακείμογλου
ioakeimoglou
Η θέση των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων της Ευρώπης μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τσίπρα δεν είναι καθόλου εύκολη. Καταρχάς, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ακύρωσε το πείραμα της προγραμματισμένης και άνωθεν σχεδιασμένης ανασυγκρότησης μιας αναπτυγμένης καπιταλιστικής χώρας με δημοκρατικούς θεσμούς, έτσι ώστε αυτή να μεταβεί σε ένα καθεστώς εκμετάλλευσης της εργασίας που δεν θα έφερε πλέον στους κόλπους του ούτε τα παλιά εργασιακά δικαιώματα, ούτε καν την μνήμη τους. Αυτό όμως είναι το λιγότερο. Υπάρχει κάτι πιο σοβαρό και επικίνδυνο για τις καθεστωτικές δυνάμεις της Ευρώπης: Η ήττα τους στις ελληνικές εκλογές μπορεί να γίνει ντόμινο και η μόλυνση από το σάπιο μήλο να απειλήσει τη συνέχιση της λιτότητας στην Ευρώπη. Γιατί όμως να φοβούνται τόσο πολύ την ανατροπή της λιτότητας;

Η στρατηγική σημασία της λιτότητας

Στην παρούσα συγκυρία, η λιτότητα έχει καταστεί κρίσιμο στοιχείο της στρατηγικής τους για την αντιμετώπιση της κρίσης: Αυτό σχετίζεται με την συσσώρευση κεφαλαίου στα χρόνια της χρηματιστικοποίησης, η οποία οδήγησε τον λόγο κεφαλαίου/προϊόντος σε τόσο υψηλά επίπεδα ώστε είναι δύσκολο πλέον οι απαιτήσεις του κεφαλαίου επί του προϊόντος να ικανοποιηθούν. Το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο, πιέζει την κερδοφορία προς τα κάτω και ως αντιστάθμισμα απαιτεί ακραία ένταση της εκμετάλλευσης της εργασίας. Αυτό όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα. Η λιτότητα, η εκρηκτική αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας και η ανεργία αποτελούν λοιπόν σήμερα τη στρατηγική καρδιά του συστήματος.

Αυτά εξηγούν την σκληρή, αποφασιστική στάση των ηγετικών δυνάμεων της ευρωζώνης έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Το στρατηγικό συμφέρον των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων της Ευρώπης να διατηρηθεί το καθεστώς της υψηλής ανεργίας και της λιτότητας είναι αυτό που ενορχηστρώνει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, πειθαρχεί τις πρόσκαιρες και σχεδόν ανεπαίσθητες εθνικές παρεκκλίσεις και τις ενοποιεί πολιτικά απέναντι στον κοινό εχθρό, τον επικίνδυνο ιό του ΣΥΡΙΖΑ.

Βεβαίως, μπορεί κάποιος να αντιτάξει ότι η λιτότητα οδεύει προς στο τέλος της αφού η ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα επαναφέρει την ανάπτυξη. Αυτό όμως αποτελεί πλάνη. Η ποσοτική χαλάρωση δεν απειλεί την λιτότητα [1]. Αυτό που την απειλεί είναι η ανατροπή της με πολιτικά μέσα, με τον τρόπο του ΣΥΡΙΖΑ, και η μόλυνση της Ευρώπης με το παράδειγμά του. Μια μόλυνση που θα απειλούσε την λιτότητα και την ανεργία, που αποτελούν στη σημερινή οικονομική συγκυρία την ίδια την στρατηγική καρδιά του συστήματος.

Ό,τι λοιπόν την απειλεί πρέπει να εκμηδενιστεί – ή τουλάχιστον να εξουδετερωθεί.

Ο ιός του ΣΥΡΙΖΑ σε καραντίνα

Σε μια διαπραγμάτευση, όπως αυτή που διεξάχθηκε με την ελληνική κυβέρνηση, το σχετικό βάρος που ρίχνουν στη ζυγαριά του συσχετισμού δυνάμεων οι δύο πλευρές εξαρτάται από τις πραγματικές ή υποτιθέμενες αντιδράσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών που μπορούν να πάρουν καταστροφικό χαρακτήρα για την μια ή για την άλλη πλευρά (όπως για παράδειγμα η απειλή ενός bank run). Στην περίπτωσή μας, η απειλητική πίεση των χρηματοπιστωτικών ροών εκδηλώθηκε ταχύτερα προς την ελληνική πλευρά και εξώθησε την ελληνική κυβέρνηση σε συμφωνία ανακωχής. Η δε ηγεσία της ευρωζώνης αποδέχθηκε την ανακωχή διότι απομάκρυνε το ενδεχόμενο μιας νέας ενδεχόμενης κρίσης της ευρωζώνης.

Η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου άφησε ιδιαίτερα ευχαριστημένους τις καθεστωτικές δυνάμεις της Ευρώπης, διότι έθεσε σε καραντίνα τον ιό του ΣΥΡΙΖΑ. Η ελληνική κυβέρνηση έχει πλέον εξαιρετικά περιορισμένες δυνατότητες να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, ειδικά δε αυτό που αποτελεί τον αριστερό πυρήνα του, δηλαδή την αποκατάσταση του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων, των συλλογικών συμβάσεων, την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ κλπ, εκείνο δηλαδή το τμήμα του προγράμματος του οποίου η υλοποίηση θα καθιστούσε την Ελλάδα υπόδειγμα ανατροπής της λιτότητας και δυνητική πηγή μόλυνσης της Ευρώπης. Η ελληνική κυβέρνηση αναγκάζεται να περιοριστεί σε καθήκοντα αστικοδημοκρατικού εκσυγχρονισμού, περιορίζοντας την φοροδιαφυγή, την φοροαπαλλαγή, την γραφειοκρατία, και τις λοιπές παθογένειες του κράτους, που υπό κανονικές συνθήκες ανήκουν στα καθήκοντα των αστικών πολιτικών δυνάμεων και δεν ενοχλούν κανέναν στις ηγετικές δυνάμεις της ευρωζώνης.

Από την άλλη μεριά, όμως, το αντιστάθμισμα σε αυτές τις υποχωρήσεις της ελληνικής κυβέρνησης είναι η αποκατάσταση των ομαλών ροών χρήματος και κεφαλαίου, η σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και η αποτροπή της εφαρμογής νέων μνημονιακών μέτρων που θα συνέχιζαν την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι «αφήσαμε τα μνημόνια πίσω μας», όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Τα μνημόνια θα είναι παρόντα για όσο καιρό δεν έχουν αναιρεθεί όλες οι ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν από αυτά με σκοπό να οικοδομηθεί η οικονομία και η κοινωνία του «λευκού κινέζου εργάτη». Παραμένει όμως σημαντική νίκη η αποτροπή της εμβάθυνσης της λιτότητας με επιπλέον μνημονιακά μέτρα.

Άθικτη παραμένει λοιπόν η στρατηγική της λιτότητας και της ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέτοντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε καραντίνα τουλάχιστον για ένα τετράμηνο. Άθικτη όμως παραμένει και η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, που έδειξε ότι οι κυρίαρχες τάξεις της ευρωζώνης δεν μπορούν να γκρεμίζουν μιαν ολόκληρη χώρα χωρίς πόλεμο και να την ξαναχτίζουν για να τη φέρουν στα μέτρα τους.

Η ανακωχή είναι, εξ ορισμού, συμφωνημένη προσωρινή αναστολή ενεργειών που θα επέφεραν τη ριζική μεταβολή των θέσεων ισχύος μεταξύ δύο πλευρών. Η σύγκρουση επομένως παραμένει εκκρεμής και από την ανακωχή θα βγει ευνοημένος όποιος προετοιμάσει καλύτερα τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα διεξαχθεί η επόμενη διαπραγμάτευση.
_____________________

[1] Καταρχάς, το μέγεθος του εφεδρικού εργασιακού στρατού μειώνεται μόνον εάν η μεγέθυνση του ΑΕΠ υπερβαίνει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 3% – και μάλιστα επί μακρά σειρά ετών. Υπάρχει, επομένως, μια πολύ ευρεία ζώνη οικονομικής μεγέθυνσης στην οποία είναι εφικτό να αυξάνεται το ΑΕΠ και η λιτότητα να συνεχίζεται υπό την πίεση της ανεργίας. Δεύτερον, εξαιτίας των διαρθρωτικών αλλαγών στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, το ποσοστό ανεργίας στο οποίο θα εκδηλώνονταν σοβαρές μισθολογικές απαιτήσεις έχει μειωθεί κατά πολύ.

Για την χαμένη τιμή της «τέταρτης εξουσίας» |

του Γιώργου Χελάκη

Να καταργηθούν όλα. Να αναλάβει τη διοίκηση του ελληνικού ποδοσφαίρου ένας εισαγγελέας. Ξέρετε, κατά το να κυβερνήσει τη χώρα ένας δεκανέας…

Όσοι νομίζουν πως όλα αυτά που συμβαίνουν στο εγχώριο ποδόσφαιρο είναι μια σειρά από ατυχείς συμπτώσεις, βρίσκονται βαθιά νυχτωμένοι. Είναι μια σκληρή μάχη συμφερόντων κατά βάση επιχειρηματικών όπου η αγάπη για το άθλημα και την ομάδα είναι απλά τροφή για να σιτίζονται τυφλωμένοι οπαδοί, για να υπάρχει ένας πυρήνας σκληρής και αμετανόητης πελατείας.

Στην εξοντωτική μάχη συμφερόντων τροχονόμος είναι ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς. Είτε πρόκειται για τον Βαγγέλη Μαρινάκη, είτε για τον Δημήτρη Μελισσανίδη, είτε για τον Γιάννη Αλαφούζο, είτε για τον Ιβάν Σαββίδη όλοι τους είναι σάρκα από τη σάρκα του ίδιου συστήματος.

Ο πρώτος εισήλθε και στον πολιτικό στίβο μέσω του Δήμου Πειραιά και μπορεί, και με θεσμική ιδιότητα πια, να συνομιλεί με πολιτειακούς παράγοντες. Ο δεύτερος κυριαρχεί με δόξα και τιμή στον αποκρατικοποιημένο τζόγο και μέσω του ΟΠΑΠ μπορεί να ρυθμίζει τη βιωσιμότητα ή μη μιας ΠΑΕ, αλλά και ολόκληρων πρωταθλημάτων. Ο τρίτος θέτει ολόκληρο τηλεοπτικό σταθμό στην υπηρεσία της τρόικας και των μνημονίων. Ο τέταρτος είναι ο περιώνυμος αγοραστής κρατικής γης και προς ιδιωτικοποίηση δημοσίων και συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Βασική διαφορά τους; Ο μοναδικός που δεν επιθυμεί και δεν επιδιώκει… μπίζνες με το κράτος είναι ο πρόεδρος του Ολυμπιακού.

Ανάμεσα σε όλους τους παραπάνω παίζεται ένα σκληρό παιχνίδι ισχύος και επικράτησης. Σε αυτό παρασύρονται μίντια, οπαδοί, διοικήσεις ομοσπονδιών, εισαγγελείς, πολιτικοί και πάει λέγοντας. Ένα κουβάρι που ξεμπλέκεται δύσκολα και απειλεί να τυλίξει μέχρι πνιγμού το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ένα κουβάρι που μαυρίζει τις Κυριακές μας.

Στο πλαίσιο αυτό η δημοσιογραφία ως ανεξάρτητη εξουσία ευνουχίζεται. Οι πένες γράφουν καθ” υπαγόρευση. Οι απειλές σε ορισμένες περιπτώσεις εκτοξεύονται ανοικτά, η «προσαρμογή» στις επιθυμίες των ισχυρών απαιτείται. Ο δημοσιογραφικός λόγος υπονομεύεται. Οι στρατευμένες πένες στην υπηρεσία του χρώματος της ομάδας επιβραβεύονται.

Η βία απλώνεται σε όλους τους αθλητικούς χώρους. Από τα γήπεδα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου ως τα ερασιτεχνικά. Από το ποδόσφαιρο μέχρι το χάντμπολ όπως δήλωσε χθες, σαν… έγκυρος παρατηρητής, ο υφυπουργός αθλητισμού κ. Ανδριανός.

Στα τριανταπέντε χρόνια ιστορίας του, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος. Τώρα, όμως, η κατάσταση έχει ξεφύγει. Η κυβέρνηση είναι σε αδυναμία να ρυθμίσει, να ισορροπήσει τα αντικρουόμενα συμφέρονται των ισχυρών. Απλώς τα αφήνει να εκδηλώνονται ανεξέλεγκτα. Είναι φανερό ότι την υπερβαίνουν. Τα «αφήνει» λοιπόν να σκάνε πάνω στην κοινωνία δημιουργώντας πάνω στις πραγματικές αντιθέσεις, άλλες τεχνητές. Έτσι μια μερίδα φτωχών και ανέργων στη Θεσσαλονίκη τα βάζει με τον ευρωβουλευτή Ζαγοράκη γιατί το «κράτος της Αθήνας» δεν ρυθμίζει τα χρέη του ΠΑΟΚ κατά πώς διευκολύνει τον ιδιοκτήτη του, ενώ μια μερίδα φτωχών και ανέργων στην Αθήνα τα βάζει με τη Δούρου γιατί δεν έχει εκταμιεύσει τα 20 εκατομμύρια για να γίνει η «Αγιά Σοφιά». Και οι δυο μερίδες τα βάζουν με τον Ολυμπιακό για την μέχρι τώρα κυριαρχία του. Άνεργοι εναντίον ανέργων και φτωχοί εναντίον φτωχών για το «μεγαλείο» της ομάδας, δηλαδή της ΠΑΕ, δηλαδή του ιδιοκτήτη της ΠΑΕ.

Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά η αθλητική δημοσιογραφία εξαντλεί τη μαχητικότητά της στηρίζοντας κάθε φορά έναν από τους τέσσερις ή το πολύ – πολύ απαιτώντας την παραίτηση του Σαρρή…

«Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων του» – Ποιών δηλαδή;

mpelantis098του Δημήτρη Μπελαντή*

Σε κάθε περίπτωση, τα τεκταινόμενα, προαχθέντα και πραγέντα στην τελευταία Κ.Ε., καθώς και ιδίως όσα δεν έγιναν, συμπυκνώνουν μέσα στη γραφειοκρατική τους ασάφεια, αδράνεια και αμορφία έναν πιθανό θάνατο και ένα πιθανό πένθος ως ενδεχόμενο σοβαρό κίνδυνο, αν δεν υπάρξουν έγκαιρα αντίρροπες κινήσεις.

Η τελευταία Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ (18-19/10/2014) είχε μπροστά της τρία πολιτικά καθήκοντα να επιλύσει: α) αυτό του ικανοποιητικού απολογισμού και προγραμματισμού του κόμματος εν όψει μιας μακράς ή και σύντομης προεκλογικής περιόδου, β) να απαντήσει εξειδικεύοντας την πολιτική κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών μας εν όψει των εκλογών και γ) να τοποθετηθεί, κατόπιν των σημαντικών εξαγγελιών και πολιτικών δεσμεύσεων του προέδρου στην Θεσσαλονίκη, για την αναγκαία διεύρυνση ή μη και την προώθηση/ δημοσιοποίηση του άμεσου κυβερνητικού μας προγράμματος.

Η διασύνδεση των παραπάνω σημείων με την κατάσταση του άμεσου και μεσοπρόθεσμου προγράμματός μας, με την κατάσταση του εργατικού κινήματος και των λοιπών μαζικών κινημάτων και με τη συλλογική και δημοκρατική λειτουργία του κόμματος θα έπρεπε να τεθούν στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας. Συνέβη, όμως, κάτι τέτοιο; Δυστυχώς, όχι σε ικανοποιητικό βαθμό. Iδίως, η οριακή και με ελάχιστη διαφορά καταψήφιση της τροπολογίας της Αριστερής Πλατφόρμας που αναφερόταν σε μια αυτονόητη, κατά τη συνεδριακή μας απόφαση, επέκταση του άμεσου προγράμματός μας (κοινωνικοποίηση τραπεζών, ανάκτηση υπό δημόσιο έλεγχο και ιδιοκτησία ιδιωτικοποιημένων δημοσίων επιχειρήσεων και άλλων δημοσίων αγαθών, κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ, δίκαιο και αντιπλουτοκρατικό φορολογικό σύστημα), επέκταση αναγκαία και για την ίδια τη χρηματοδότηση του άμεσου προγράμματος, αλλά και η ίδια η γραφειοκρατική και μη απολύτως διαφανής κορύφωση της συζήτησης για το ζήτημα των συμμαχιών είναι παράμετροι, που θα πρέπει να μας εμβάλουν σε βαθιά ανησυχία. Και να διαλύσουν κάθε εφησυχασμό, σύμφωνα με τον οποίο η ηγεσία του κόμματος θα μπορούσε να επιλύσει με σχεδόν «λευκή κάρτα» της Κ.Ε. (και μάλιστα ουσιαστικά όλων των πτερύγων της τελευταίας) αποτελεσματικά και επωφελώς για το ριζοσπαστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών.

Στην πραγματικότητα, και εφόσον παραμένει ανοιχτό το πώς θα επιλυθεί το ζήτημα των συμμαχιών, οιοργανώσεις μελών αλλά και τα ενδιάμεσα κομματικά όργανα οφείλουν να στείλουν ισχυρό και σαφές μήνυμα προς την Κ.Ε. αλλά και προς την κομματική ηγεσία σχετικά με την άρνηση συνεργασίας, συλλογικά και κατά μόνας, με την ΔΗΜΑΡ, το Ποτάμι, ή όψιμα ανησυχούντες για τα μνημόνια πασοκογενείς και ανεξάρτητους κεντροαριστερούς ή κεντροδεξιούς βουλευτές. Αυτοί που διαχειρίστηκαν, επέβαλαν, οργάνωσαν ή υποστήριξαν το αργότερο από το 2010 (και πάντως το αργότερο το 2012) και μετά τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους, αυτοί που αργότερα εμφανίσθηκαν ως πρόθυμες μνημονιακές εφεδρείες, δεν μπορούν να έχουν θέση στις γραμμές μας, στις λίστες των υποστηρικτών μας και στα ψηφοδέλτιά μας, όσο ανοιχτά και αν πρέπει να είναι αυτά.

Οι διατυπώσεις της συμβολής της Αριστερής Πλατφόρμας στο θέμα αυτό, ιδίως όσον αφορά την ΔΗΜΑΡ και τους Πασοκογενείς, ήταν απόλυτα καθαρές και κρυστάλλινα σαφείς στο ζήτημα αυτό και, αν είχαν υιοθετηθεί, θα μπορούσαν να έχουν στρέψει την πολιτική του κόμματος για τις συμμαχίες σε ορθή και σαφή πολιτική κατεύθυνση. Μήπως μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτό θα μείωνε την ευελιξία των πολιτικών μας συμμαχιών ή και θα ενίσχυε την δυνατότητα του Σαμαρά να αποκτήσει τους 180στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας; Δεν είμαι από αυτούς που θεωρούν άνευ σημασίας τη συγκέντρωση ή μη των 180 εδρών από τους Σαμαρά-Βενιζέλο, αντίθετα, έχω γραπτώς και προφορικώς υποστηρίξει ότι μια τέτοια αρνητική πολιτική εξέλιξη θα μπορούσε οριακά έως και να ματαιώσει για το ορατό μέλλον την προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς. Όμως, η μέθοδος της αποτροπής αυτής της εξέλιξης, η κατά περίπτωση ή κατά ομάδες κοινοβουλευτική και παρασκηνιακή «διαπραγμάτευση» ή απόπειρα πειθούς ή αντίθετα η πρακτική πολιτικοποίησης του ζητήματος και μετατροπής του σε στόχο κινηματικής δράσης του μαζικού κινήματος είναι σοβαρό πολιτικό δίλημμα που πρέπει να απαντηθεί.

1. Μήπως θυμάστε το «’65»;

Στο ενδιαφέρον πρόσφατο βιβλίο του για το «αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα- από το 1952 έως και το 1967» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2014) ο Μάκης Μαϊλης, ηγετικό στέλεχος σήμερα του ΚΚΕ, υποστηρίζει την ορθή πολιτική και ιδεολογική θέση ότι η στρατηγική της ΕΔΑ και τουΚΚΕ κατά τη δεκαετία του ‘60 δεν ήταν μια πολιτική σεχταριστική/αριστερίστικη αλλά, όλως αντιθέτως, μια πολιτική ουράς έναντι της Ένωσης Κέντρου, σύμφωνα και με το σχήμα περί «ειρηνικού περάσματος» του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Η θέση αυτή του Μ.Μ., παρά την ακροαριστερή γοητεία της, έχει ένα κενό και μια καταφανή λογική αδυναμία: παρά το γεγονός ότι αυτή η γραμμή ουράς και υποταγής κορυφώνεται στην αδυναμία της ΕΔΑ-ΚΚΕ να παρέμβει αποτελεσματικά στο μεγαλειώδες κοινωνικοπολιτικό κίνημα των Ιουλιανών, ο συγγραφέας δεν έχει σχεδόν τίποτε να πει για αυτό το μεγάλο κίνημα ούτε για αυτήν ειδικά την τότε εκκωφαντική αδυναμία του ΚΚΕ. Η οπτική του τελικά το υποβαθμίζει, αφού αυτό δεν δημιουργήθηκε από μια ηγετική «αριστερή» στροφή του τότε μάλλον σε ρεφορμιστική γραμμή ΚΚΕ και από κάποια αλάθητη ηγεσία του που θα έκανε αναδρομικά, κατά τη βούληση του Μ.Μ., αυτήν τη στροφή. H απουσία αυτή από το κείμενο του Μ.Μ., δυστυχώς, υπεραντισταθμίζει την ορθή «αριστερή» κριτική του στην τότε στρατηγική των ΕΔΑ-ΚΚΕ.

Ας σκεφτούμε, όμως, λίγο παραπάνω πάνω στο μεγάλο κίνημα του ’65 ξεπερνώντας το παραπάνω βιβλίο. Ένα μεγάλο κοινωνικοπολιτικό μαζικό κίνημα, ένα αυθεντικά εργατικό συγκρουσιακό κίνημα, από τα ισχυρότερα που έζησε η χώρα μας, που παρά το ότι οι στόχοι του δεν ήταν εμφανώς «αντικαπιταλιστικοί-σοσιαλιστικοί» αλλά δημοκρατικοί/ συνταγματικοί (άρση έκτακτου καθεστώτος στρατού-μοναρχίας- ΗΠΑ, κατάργηση μοναρχίας, κατάργηση παρασυντάγματος) θα οδηγούσε πιθανά σε μια κρατική ρήξη, εφόσον οι στόχοι αυτοί και η δυναμική του κινήματος υπηρετούνταν από την τότε Αριστερά και με δεδομένο το ανελαστικό του μετεμφυλιακού καθεστώτος (σας θυμίζει αυτό τίποτε το σύγχρονο;). Γι’ αυτό, άλλωστε, έγινε και η δικτατορία. Προφανώς, η νίκη της Ε.Κ. στις εκλογές του Μαϊου 1967 θα πυροδοτούσε πάλι την άλυτη πολιτική κρίση, ξεκινώντας από την απονομιμοποίηση της μοναρχίας και κλονίζοντας το όλο σύστημα εξουσίας.

Όπως έχουν δείξει ικανοποιητικά οι Γιάννης Μαυρής και Χριστόφορος Βερναρδάκης («Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα», Αθήνα 1991), η δυναμική των Ιουλιανών απέκτησε χαρακτηριστικά μιας προεπαναστατικής ή επαναστατικής κατάστασης, αρκετά όμοιας με το γαλλικό Μάη, η οποία αγνοήθηκε ως τέτοια από την υπαρκτή Αριστερά και όταν συνέβη αλλά και αργότερα.

H πολιτική κρίση του Ιουλίου 1965 προκλήθηκε τόσο από την οξεία σύγκρουση του βασιλιά με τον Γ.Παπανδρέου για τη συνταγματική διαδικασία καθορισμού της σύνθεσης της κυβέρνησης («θεωρία του κηπουρού») όσο και -εντονότερα- από την απόσπαση βουλευτών της Ένωσης Κέντρου με «εξαγορά» από τα μοναρχικά, καπιταλιστικά και ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των κέντρων εξουσίας. Φαινομενικά και κατά την εξωτερική μορφή των πραγμάτων, η κρίση του 1965 ήταν απολύτως αντίστροφης κατεύθυνσης από τη σημερινή: τότε, οι προοδευτικές δυνάμεις ζητούσαν από τους βουλευτές του Κέντρου να επιμείνουν στην κοινοβουλευτική τους νομιμότητα και να μην εξοκείλουν προς τα αντιδραστικά σχέδια.

Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι δυνάμεις της Αριστεράς ζητούν αφενός μεν οι «ενδιάμεσοι βουλευτές» μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και μνημονιακού μπλοκ, που έχουν ήδη διαφοροποιηθεί από το μνημονιακό μπλοκ, να μην πάνε προς την υπερψήφιση της πρότασης της κυβέρνησης αλλά και καλούν κάθε βουλευτή που θέλει να διατηρήσει μια πολιτική υστεροφημία και ένα έντιμο όνομα να μην οδηγήσει την κοινωνία στο βάραθρο και να μην υπερψηφίσει μια τέτοια πρόταση. Αυτή η έκκληση δεν έχει τα χαρακτηριστικά μιας «πρότασης αποστασίας» αλλά, αντίθετα, αντιστοιχεί σε μια έννοια ευρύτερου κοινωνικού-ταξικού (και θα έλεγα και «εθνικού» κατά μια αντιιμπεριαλιστική έννοια και προσέγγιση) συμφέροντος, το οποίο σαφώς υπερέχει μιας τυπικής κομματικής νομιμοφροσύνης.

Αυτό, πάντως, που είναι κοινό με το 1965 είναι η πίεση των αριστερών ή και ευρύτερα αντιμνημονιακων δυνάμεων προς τους βουλευτές -και ιδίως τους «ενδιάμεσους»- να μην γίνουν όργανα μιας απόλυτα αντιδραστικής και κοινωνικά καταστροφικής εξέλιξης και να μην «εξαγορασθούν» πολιτικά – και όχι αναγκαστικά με την αναπόδεικτη μέθοδο της δωροδοκίας.

Ο λαϊκισμός -ο πραγματικός λαϊκισμός , η ρηχή υποτιμητική θωπεία στο λαό, και όχι τα «σκιάχτρα» των μνημονιακών που βαφτίζουν έτσι τα λαϊκά και εργατικά συμφέροντα και διεκδικήσεις- δεν είναι εναλλακτική λύση για τη ριζοσπαστική Αριστερά και ενισχύει παρά αποδυναμώνει τους μνημονιακούς και την προπαγάνδα τους. Άλλωστε, οι εξαγορές στον κόσμο μας είναι πολύ πιο φίνες και πολύμορφες από τους κοινούς πήλινους ή και ψηφιακούς «κουμπαράδες».

Η πίεση από τα «αριστερά» στους βουλευτές αυτούς πρέπει να αντιστοιχηθεί προς μια μαζική κινηματική πρακτική ανάλογη ή και όμοια προς αυτήν του καλοκαιριού του 1965 – αυτό, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν υπαινίσσεται και μια ανάλογης έκτασης βίαιη αντιπαράθεση, κάτι που μόνο ο κρατικός κατασταλτικός μηχανισμός με την παρέμβασή του μπορεί να το προκαλέσει. Σημαίνει τηνπολιτικοποίηση του εργατικού και των λοιπών μαζικών κινημάτων, την ανάσχεση της απογοήτευσης και της ηττοπάθειας, οι οποίες έχουν χρόνια συσσωρευτεί και την ανάπτυξη ενός «πεζοδρομίου», κατά την προσφιλή αναφορά των κυβερνητικών στελεχών και υπουργών, με απολύτως πολιτική στόχευση, το οποίο θα μπορούσε να πιέσει «ειρηνικά, μαζικά και δημοκρατικά» (προς αποφυγήν παρεξηγήσεων αυτό δεν αποκλείει μορφές άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος αντίστασης ή ανυπακοής), καταλαμβάνοντας τους δρόμους και τις πλατείες της Αθήνας, ώστε να αποφευχθεί/ ανατραπεί το διαφαινόμενο κυβερνητικό σχέδιο, ανάλογα προς το κίνημα εκείνο που έριξε δύο κυβερνήσεις «αποστατών» το καλοκαίρι του1965 και ανάσχεσε την περαιτέρω κίνηση των «αποστατών».

Αν θεωρούμε ότι μπορεί να υπάρξει μια τέτοια δυνατότητα και οι λόγοι μας δεν είναι σκέτοι πομφόλυγες, προκειμένου να «νομιμοποιούμαστε» ως «αριστεροί/ές» μέσα στον καπιταλισμό και να διαχειριζόμαστε έτσι πολιτικά και ψυχολογικά την επιβίωσή μας μέσα στην ζούγκλα της καπιταλιστικής κρίσης, τότε προς τι η τόση επιμονή να πείσουμε έναν προς έναν ή μια προς μια τους ενδιάμεσους βουλευτές και η σκέψη να τους ανοίξουμε το σπίτι μας και να τους φιλοξενήσουμε στα ψηφοδέλτιά μας, ενόσω ή αφού «δεν έχουν κάψει τις γέφυρες προς εμάς»;

Προς τι το τόσο άγχος να χαρακτηρίσουμε τους ενδιάμεσους βουλευτές ή και δυνάμεις ως «πολιτικούς συμμάχους» -και με βάσει την αστήρικτη «λαϊκομετωπικής έμπνευσης» θεωρία ότι πάντοτε οι κοινωνικές συμμαχίες της Αριστεράς πρέπει να συνοδεύονται από «άνοιγμα» στον πολιτικό «μεσαίο χώρο» και τους αστούς πολιτικούς- και μάλιστα, χωρίς να έχουμε «δει» ακόμη αυτούς τους συμμάχους κατ’ όψιν, με την επίκληση μιας κυβέρνησης «του ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων του»;

Ενδεχομένως, αυτό το πολιτικό άγχος να είναι κάπως δικαιολογημένο ή και ανεκτό. Να συνοδεύεται από μια υπόρρητη και πάντοτε – μη- εκφερόμενη εκτίμηση ότι το μαζικό κίνημα προσώρας μας «ψόφησε» ή μας «τελείωσε» κοινώς, ότι η παθητικοποιημένη και τρομοκρατημένη κοινωνία περιμένει τα πάντα από τη «σοφή» μας εκλογική παρέμβαση και μόνο, και, άρα ότι χρειάζεται τα πράγματα να «σπρωχτούν» άμεσα από τα πάνω. Όμως, η ηθική υποχρέωση να «λέμε την αλήθεια στον λαό», όπως θα μας πρότεινε ο Αντόνιο Γκράμσι, επιτάσσει, αν έτσι έχουν τα πράγματα, -πράγμα που έντονα αμφισβητώ-, να πάψουμε να ομνύουμε ψυχαναγκαστικά στις κινηματικές παρεμβάσεις και να πούμε ότι η λύση είναι η έμμεση πολιτική διαμεσολάβηση και «μόχλευση από τα πάνω» και η αναγκαία «μετατόπιση» των προγραμματικών μας στόχων και ότι, ακόμη, η λεγόμενη «ανάθεση» είναι κακό μεν πράγμα πλην, όμως, τώρα αναγκαίο.

Το χειρότερο πράγμα δεν είναι οι «δεξιές μετατοπίσεις», μόλο που συνήθως είναι πολύ επιζήμιες για το κίνημα και αντιστοιχούν κατά κανόνα στο «μέσο όρο» των προηγούμενων υποχωρήσεών και ηττών του, αλλά οι ψευδείς «αριστερές απολογητικές» πίσω από τις «μετατοπίσεις» που θέλουν δήθεν και το σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη.

Το έχουμε ζήσει στον ΣΥΡΙΖΑ: και ταξική μεροληψία και ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και «άρση της λιτότητας» και πολιτικές συμμαχίες-«τακτικές» βέβαια- με τον «πολιτικό μεσαίο χώρο» και ευελιξία κοινοβουλευτικών και εκλογικών εγχειρημάτων και μεγάλη τραγικών διαστάσεων σύγκρουση που θα θέσει τα πάντα στο ζύγι, «ακόμη και τη ζωή μας», αλλά και χάιδεμα ταυτόχρονα των διεθνών και εθνικών κέντρων καπιταλιστικής εξουσίας, εμφανών ή και αφανών, και, βέβαια, συνεχής επίκληση του πιο ασυμβίβαστου, αταλάντευτου, διεθνιστικού και ανοπορτούνιστου «μαρξισμού» -αλήθεια, τι έχει τραβήξει διακόσια χρόνια αυτός ο μαρξισμός!- και «χωρίς επιστροφή» στον Κέινς αλλά καθαρό άνοιγμα στο σοσιαλιστικό μέλλον και εμπιστοσύνη απόλυτη στην ηγεσία αλλά και θεωρητικές αναφορές στους «κινδύνους» και τα «σύννεφα» που μαζεύονται γύρω της και πατριώτες αλλά και κοσμοπολίτες και με την αναγκαία κρατική ασφάλεια και με τους νοικοκυραίους αλλά και «δικαιωματικοί» και με τις μειονότητες. Και, τέλος, μετά τη «μεγάλη σύγκρουση», πάνω από όλα πολιτική και κοινωνική εθνική συνεννόηση και συμφωνία.

Πράγματι, ενόψει και όλων αυτών των εμφανώς μετανεοτερικών και μη συμβιβάσιμων ή μη επιλύσιμων αντιφάσεων εντός του εδώ και καιρό μη συνεκτικού λόγου μας, η στάση μας απέναντι στο μαζικό κίνημα και στις όποιες προοπτικές ανάπτυξής του οφείλει να μεταβληθεί ριζικά.

Κατ’ αρχήν, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το μαζικό κίνημα έχει δεχτεί μεγάλα πολιτικά πλήγματα και παρ’ όλα αυτά κάποιοι τομείς του αντέχουν, πλήγματα που συνδέονται και με την ισχύ, ακαμψία και αδιαλλαξία του ταξικού αντιπάλου και με τις ίδιες τις δικές του χρόνιες κοινωνικές ή και πολιτισμικές αδυναμίες αλλά και με την εξαιρετικά ελλιπή, λαθεμένη και αντιφατική κομματική παρέμβασή μας σε αυτό μετά το 2012 – η θεωρία της «αυτονομίας του κοινωνικού» δεν είναι το σφουγγάρι που σβήνει μονίμως τις πολιτικές ευθύνες μας ή τις πολιτικές μας επιλογές, αν είναι έτσι ας εγκαταλείψουμε τα πολιτικά υποκείμενα και ας βυθιστούμε στο «βαθύ κοινωνικό», όπως έκαναν κατά καιρούς κάποιοι συνεπέστεροι ημών/υμών.

Κατά δεύτερον, η αναφορά στο μαζικό και το εργατικό κίνημα δεν σημαίνει, σύμφωνα με μια ξεπερασμένη «κκέδικη» αντίληψη, ότι οι άνθρωποι θα είναι στρατιωτάκια που θα κατεβαίνουν στον δρόμο κατ’ εντολήν όποτε το επιτάσσουν οι κοινοβουλευτικοί μας τακτικοί χειρισμοί και με βάση το κουδούνι κάποιου κομματικού δόκτορος Παβλόφ. Και εμείς ως κόμμα έχουμε κάνει χρήση αυτής της λογικής με τρόπους που μάλλον κούρασαν παρά ενέπνευσαν τους ανθρώπους.

Κατά τρίτον, χρειάζεται να πολιτικοποιήσουμε και να οξύνουμε τις υπαρκτές κινηματικές αντιστάσεις και κοινωνικές αντιθέσεις (αξιολόγηση στο Δημόσιο και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ασφαλιστικά ταμεία, αγώνες όπως αυτός των καθαριστριών, Σκουριές και άλλα περιβαλλοντικάμέτωπα, ζητήματα εργατικής νομοθεσίας, πάλη για τους μισθούς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα,απολύσεις, κινήματα για τον ΕΝΦΙΑ, αντιφασιστικός και αντιρατσιστικός αγώνας κ.ά.), να συνδέσουμε την ιδέα ότι οι μικροί και μεγάλοι αγώνες μπορούν να κερδίσουν από τώρα με την προοπτική πτώσης της κυβέρνησης και εφαρμογής ενός εναλλακτικού προγράμματος και να προσπαθήσουμε να συνολικοποιηθούν και να συντονιστούν αυτά τα μέτωπα σε συνδυασμό και με την απόκρουση της επίτευξης των 180 βουλευτών και την πολιτική επιβολή της διεξαγωγής εθνικών εκλογών. Επίσης, last but not least, να καούν οι «πολλαπλές ατζέντες» και οι αποτυπώσεις της «διπλής γλώσσας» στην πλατεία Συντάγματος και να λέμε ανοιχτά σε κάθε φάση τι σκεφτόμαστε στο λαό και στους εργαζόμενους.

2. Μια καθαρή και σαφής πολιτική εκλογικών συμμαχιών είναι άμεσα αναγκαία και εφικτή

Έχω τη γνώμη ότι η παρατεταμένη ασάφεια και η συνεχής μετάθεση του προβλήματος των πολιτικών συμμαχιών στο μέλλον λειτουργεί υπονομευτικά για το κύρος του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ και μειωτικά ακόμη και γι’ αυτήν την εκλογική του δυναμική, η οποία δεν συμπίπτει πάντοτε με τη συνισταμένη των δημοσκοπήσεων.

Οι κοινωνικές δυνάμεις που μας ακολουθούν ή ορθότερα ο εργατικός-λαϊκός-αγροτικός-πληττόμενος μικροαστικός τομέας αυτών των δυνάμεων, η «αριστερή» κοινωνικά και απείρως πλειοψηφική συνιστώσα των δυνάμει εκλογέων φίλων και υποστηρικτών μας, έχει στο εσωτερικό της διαφορετικές ταχύτητες συγκρότησης, πολιτικοποίησης, αποδεκτών πολιτικών αλλαγών, έντασης και βαθμού στη σύγκρουση που θα επιχειρήσουμε, έχει μια ποικιλία και διαφοροποιησιμότητα κοινωνικών αναγκών και προτεραιοτήτων. Για άλλους είναι προτεραιότητα τα 751 ευρώ, για άλλους η μη απόλυση, για άλλους η μη δήμευση της περιουσίας τους από τις τράπεζες, για άλλους η μακροχρόνια ανεργία, για άλλους οιεισφορές, για άλλους τα κόκκινα δάνεια.

Σε όλους, όμως, και αυτό είναι ο πυρήνας της έντονης αριστερής ριζοσπαστικοποίησης του 2010-2012και των ποιοτήτων της «που παρ’ όλα αυτά» εξακολουθούν να αντέχουν, είναι ένα πράγμα κοινό και αδιασάλευτο: η έντονη απώθηση και απόρριψη προς το σάπιο πολιτικό σύστημα, προς το «νοσηρό κοινοβουλευτισμό» και προς το πολιτικό προσωπικό που υποστήριξε τα μνημόνια και την εφαρμογή τους. Αυτό το ίδιο που εμείς οι αριστεροί το λέμε «απαξίωση» ή και σάπισμα του αστικού κοινοβουλευτισμού και το οποίο οι αντιδιαμετρικά προς εμάς τοποθετημένοι φασίστες, αν ήταν πιο εγγράμματοι, θα το έλεγαν «θάνατο της δημοκρατίας». Συνεπώς, αυτό που θα ήταν το καταστροφικότερο ακόμη και από μια προγραμματική αναδίπλωση, θα ήταν μια «δεξιά διεύρυνση»προς αυτό το πολιτικό προσωπικό και τα υπολείμματά του και μια αποδοχή ως «συμμάχων μας» δυνάμεων και προσώπων που πρωταγωνίστησαν στη διαδικασία λεηλάτησης των κοινωνικών και εργατικών συμφερόντων.

Κατά δε την έννοια που ο λαϊκός κόσμος προσλαμβάνει την τάξη του ως ένα άλλο «έθνος» έναντι του αστικού έθνους και δεν ταυτίζει την εθνική αναφορά με την «εθνική ενότητα», είναι σωστό να ειπωθεί ότι τα πρόσωπα αυτά δίκαια θεωρούνται και ως «καταστροφείς του δημοσίου και του εθνικού συμφέροντος» (θέση που θα προκαλούσε «αντιεθνολαϊκιστική» αλλεργία στους δυνάμει συμμάχους μας της ΔΗΜΑΡ και ιδίως στους ιστορικούς αυτού του κόμματος, που όμως είναι αρεστοί και σε ένα δικό μας τμήμα). Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ από τμήμα της λύσης της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης θα γινόταν τμήμα του προβλήματος.

Συνεπώς, η μη επίλυση του ζητήματος αυτού τώρα, κατά τον τρόπο που θα επέτασσε, άλλωστε, ακόμη και η περσινή συνεδριακή μας απόφαση, η αναβολή ωσότου τυχόν υπάρξουν «τετελεσμένα γεγονότα» ή εν πάση περιπτώσει καταστεί δύσκολη έως αδύνατη η συλλογική-δημοκρατική επίλυση του ζητήματος, είναι μια καθαρά αρνητική εξέλιξη και δεν συμβάλλει στη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς. Και είναι ακόμη πιο αρνητική, αν σκεφτεί κανείς ότι ενδεχομένως-ίσως υπήρχαν στην τελευταία Κ.Ε. οι δυνάμεις, οι συσχετισμοί και οι πρακτικές δυνατότητες που θα έλεγχαν και θα περιόριζαν αυτήν την εξέλιξη. Και είναι ακόμη πιο αρνητική, αν συλλογισθεί κανείς το βάθος χρόνου και την προοπτική των συστημικών επιθέσεων και αφομοιωτικών κινήσεων ενάντια στην πολύμορφη αριστερή-ριζοσπαστική τάση ή τάσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και τη θεσμική προβληματικότητα ορισμένων καταστατικών όψεων του ΣΥΡΙΖΑ (όπως η ανάδειξη του προέδρου ως διακριτού κομματικού οργάνου από το συνέδριο). Και είναι ακόμη πιο αρνητική, αν συλλογισθεί κανείς ότι οι σκέψεις και οι προβληματισμοί απέναντι στο συστημικό κίνδυνο «διά των συμμαχιών» είναι εδώ και καιρό διαμορφωμένοι στον ΣΥΡΙΖΑ και πώς «όποιος έχει έγκαιρα προειδοποιηθεί έχει τον χρόνο και για να προετοιμασθεί» (Ουίνστον Τσόρτσιλ). Παύση.

3. Ιντερμέντζο συναισθηματικής χαλάρωσης: Για την επιλεκτική πολιτική χρήση των λέξεων και των εννοιών και την ύστερη αστική πολιτική κυριαρχία

Είναι φανερό ότι οι «συνιστώσες» της κυβέρνησης Σαμαρά εδώ και πολύ καιρό παίζουν με τη γλώσσα και επιχειρούν -χάριν της πολιτικής επικοινωνίας- να αλλάζουν διαρκώς τις παγιωμένες γλωσσικές χρήσεις των εννοιών. Από την εποχή που η κατάργηση των μνημονίων έγινε απεμπλοκή, απαγκίστρωση, προοπτική λήξης, έξοδος κ.λπ., έχουμε φτάσει σε μια κατάσταση όπου το «μνημόνιο» νοείται άλλοτε ως χρηματοδοτικό πρόγραμμα, άλλοτε ως νομικό και θεσμικό καθεστώς, άλλοτε ως η νομική εφαρμογή της δανειακής σύμβασης, άλλοτε ως ένα «κακό που τώρα πέρασε», άλλοτε ως η κακή μας η μοίρα.

Ο βομβαρδισμός των ανθρώπων καθημερινά, από την κυβέρνηση και τα φίλια προς αυτήν ΜΜΕ, από διαφορετικές, εναλλασσόμενες και συγκρουόμενες πολιτικά γλωσσικές χρήσεις των ίδιων λέξεων δεν είναι απλώς μια επικοινωνιακή κατάσταση αλλά ένας μηχανισμός εξουσίας και αδρανοποίησης, μαζικής χειραγώγησης, όπως θα έλεγε και ο Τσόμσκι. Με τον τρόπο αυτόν, η σύγχυση γενικεύεται και ο «κυρίαρχος» δεν είναι μόνον αυτός που κηρύσσει την «κατάσταση εξαίρεσης» αλλά και -κυρίως- εκείνος που ορίζει το πεδίο και τις τακτικές των λεκτικών παιγνίων, τη διαβαθμισμένη, συγχυτική, παραμορφωτική γλωσσική χρήση καθώς και τη χωρίς έλλογο πυρήνα μείξη και αμοιβαία ή αλληλοαποκλείουσα ακύρωση των διαφορετικών γλωσσικών χρήσεων μιας λέξης ή μιας κατάστασης. Οι λέξεις δεν σημαίνουν πλέον τίποτε ή σημαίνουν τα πάντα. Το νεκροζώτανο Μνημόνιο πέθανε, αλλά και θα υπάρχει για πάντα. Ο νεοφιλελευθερισμός αποσιωπάται πια από όλους, δεξιούς και αριστερούς, αλλά παραμένει η αποκλειστική ηγεμονική αστική στρατηγική στην Ε.Ε., τις ΗΠΑ και διεθνώς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου απέξω από τη γλωσσική κρίση, δεν είναι καθόλου άμοιρος πλέον αυτής της γλωσσικής σύγχυσης ως στρατηγικού μηχανισμού «απομόνωσης» και εξουσίασης. Η συνεχής και υποτροπιάζουσα τροποποίηση και παραλλαγμένη εφαρμογή μιας έννοιας (όπως ενδεικτικά η «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» που γίνεται «κούρεμα», «διαγραφή του μεγάλου μέρους» (δηλαδή πόσου; 20 ή 80 %;), «πάγωμα», «ακόμη και η επιμήκυνση δεν είναι κακή», ξαναγυρνά ως «η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» κ.λπ.) εθίζει τους μεν πολιτικούς στην ανευθυνότητα και τον κυνισμό διά της λεγόμενης «δημιουργικής ασάφειας» («creative unclearness»), όπως δηλώθηκε και στην τελευταία Κ.Ε., σε ισχυρά δηλαδή «ναρκωτικά», τους δε εξουσιαζόμενους στη λογική «όλες οι εκφορές είναι άσχετες προς την πραγματικότητα», «άλλα λένε και άλλα θα κάνουν» ,«όλοι λένε ψέματα», «όλοι λένε τα ίδια», «ας ψηφίσουμε απλώς για να επιβιώσουμε», συμβάλλει δηλαδή στο γενικευμένο κυνισμό και στην πλήρη απομάγευση και απαξίωση της πολιτικής και της δημόσιας σφαίρας, στην απόλυτη ιδιωτικοποίηση της πολιτικής, η οποία είναι και η μητέρα όλων των ιδιωτικοποιήσεων του ύστερου καπιταλισμού.

Αυτό, αν συνεχιστεί για πολύ, δεν θα οδηγήσει στο επιθυμητό για εμάς βάθεμα της αστικής κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης υπέρ των ριζοσπαστικών εναλλακτικών προτάσεων, αλλά στην ύστερη αστική επίλυσή της διά της πλήρους καταστροφής της δημόσιας σφαίρας και της ίδιας της δυνατότητας πραγματικής επικοινωνίας μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Ο «τεχνοφασισμός» ή ορθότερα ο τεχνοολοκληρωτισμός, δεν είναι πολύ μακριά από μια τέτοια εξέλιξη. Και τότε η Χρυσή Αυλή θα ομοιάσει με ένα λούμπεν και βίαιο νηπιαγωγείο σε σχέση με τον νέο Λεβιάθαν, το τέρας που θα αναδυθεί σταδιακά από το κοινωνικό χάος και την καπιταλιστική κρίση. Βεβαίως, η «εξαιρετική» και οπορτουνιστική χρήση της πολιτικής γλώσσας, όπως και γενικότερα η γλώσσα σε κρίση, δεν αποτελεί πολιτιστικό πρόβλημα κατά το κόμμα μας, τα πολιτιστικά προβλήματα στην Ελλάδα, βλέπετε, είναι βασικώς «χρηματοδοτικά».

Όπως αναφέρει ο συγγραφέας Λιούις Κάρολ (Lewis Caroll) στο έργο του «Μέσα από τον καθρέφτη», που αποτελεί συνέχεια της «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων» (παραπομπή σε Π. Όστερ «Η τριλογία της Νέας Υόρκης», Αθήνα 2014, Μεταίχμιο, σελ. 115 ):

«Όταν χρησιμοποιώ μια λέξη, είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι με τόνο μάλλον επιτιμητικό, αυτή σημαίνει αυτό ακριβώς που διάλεξα να σημαίνει. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Το ερώτημα είναι, είπε η Αλίκη, αν μπορείς να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα. Το ερώτημα είναι, είπε ο Χαμπτι Ντάμπτι, ποιος θα είναι ο κυρίαρχος. Αυτό είναι όλο».

Το «σμιτιανό» επιχείρημα περί κυριαρχίας του Χάμπτι Ντάμπτι, πέρα από τη γλωσσική σύγχυση που επιφέρει ο εξουσιαστικός λόγος, αναφέρεται και σε μια άλλη σημαντική διάσταση, αυτήν της ετεροχρονισμένης και ασύμμετρης χρήσης των ιστορικών όρων του κομμουνιστικού κινήματος και γενικότερα της μαρξιστικής Αριστεράς για να υποδηλωθούν άλλα σημαινόμενα και να καλυφθούν σύγχρονες ανάγκες ριζικά άλλες των ιστορικών σημαινομένων.

Το ότι ένα πολιτικό πρόγραμμα αναφέρεται στο «σοσιαλισμό» και στην «κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής», όπως με «εμβρίθεια» διαπίστωσε στη Βουλή ο κ. Βορίδης, δεν σημαίνει ούτε ότι έχουν εμφανισθεί ήδη οι πολιτικοί όροι για ένα τέτοιο σχέδιο ούτε, πολύ περισσότερο, ότι το πολιτικό υποκείμενο αυτού του προγράμματος αναγκαστικά «εννοεί» και «αποδέχεται» κατά τις συνέπειές του ένα τέτοιο πρόγραμμα. Μπορεί, για ένα μεγάλο τμήμα αυτού του υποκειμένου, αυτός ο στρατηγικός σχεδιασμός να αποτελεί όχι μια απλή εξαπάτηση αλλά ένα αναγκαίο φαντασιακό του παρελθόντος που το εμπνέει και το εμψυχώνει για να πραγματώσει ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό παρόν (από έναν αριστερό κεϊνσιανισμό έως ένα σοσιαλφιλελεύθερο ρεαλιστικό σχέδιο).

Αν όντως συμβαίνει αυτό, τότε έχουμε την ιδεολογική επιβολή και προβολή των όρων «ενός νεκρού παρελθόντος» πάνω σε ένα «άφατο και απροσδιόριστο ακόμη μέλλον». Και αν αυτό, η αντίφαση δηλαδή φαντασιακού/συμβολικού και πραγματικότητας, για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ακόμη και για περιορισμένο ιστορικά χρόνο πραγματική διακύβευση, για τα περισσότερα κόμματα του ΚΕΑ αποτελεί μια αρκετά ρεαλιστική απεικόνιση του άχαρου παρόντος τους και του άδηλου μέλλοντός τους.

Με τα λόγια του Μαρξ στη «Δεκάτη Ογδόη Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», «η παράδοση όλων των πεθαμένων γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στα κεφάλια των ζωντανών (…). Κι ακόμη όταν δείχνουν ότι καταγίνονται με τη δημιουργία κάτι εντελώς καινούριου, καλούν περίφοβοι σε βοήθεια τα πνεύματα του παρελθόντος δανειζόμενοι τα ονόματά τους, τα συναισθήματά τους, τις ενδυμασίες τους». Γι’ αυτό, άλλωστε, κατά τη γνωστή φράση, «οι νεκροί πρέπει να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς και η προλεταριακή επανάσταση να βρει το δρόμο της» και οι μαρξιστές του 21ου αιώνα, για να μην πέσουν θύματα της «ιδεολογίας», πρέπει να επανεφεύρουν και επανοικοδομήσουν θεωρητικά αλλά και πρακτικά την αντικαπιταλιστική ανατροπή και όχι απλώς να επικαιροποιήσουν τα παρελθοντικά τους σύμβολα και να εφησυχάσουν.

4.Έξοδος από την τελευταία Κεντρική Επιτροπή 

Η τελευταία Κεντρική Επιτροπή υπήρξε μια αδιαφανής, απρόσωπη, μη συνεκτική και μη προωθητική διαδικασία, ενόψει μάλιστα των άμεσων μεγάλων αναγκών στράτευσης και συσπείρωσης. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, το σχέδιο πολιτικής απόφασης ανακοινώθηκε ή μάλλον παρουσιάσθηκε από μικροφώνου χωρίς να μοιραστεί και να διαβαστεί από τα μέλη, τα οποία, όμως, ψήφισαν τελικά επί αυτού. Αυτό είναι πρωτοφανές και αποτελεί σοβαρή υποχώρηση/αλλοίωση σε σχέση με τον όποιο πολιτικό πολιτισμό έχουμε κατοχυρώσει. Δεν είναι τεχνικό πρόβλημα και δεν πρέπει να επαναληφθεί.

Η έμπνευση στα μέλη και τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκινά από τις λίστες μελών ή τις λίστες φίλων ή τις λίστες στήριξης ή τις λίστες γάμου. Ξεκινά από τις σχέσεις αλληλεγγύης και τις σχέσεις αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης μεταξύ των υπαρκτών μελών και των υπαρκτών στελεχών του κόμματος. Ξεκινά, αν μη τι άλλο, από έναν δημοκρατικό, συμμετοχικό, ανοιχτό στα μέλη και διαφανή πολιτικό πολιτισμό με γνώση όλων των δεδομένων. Ξεκινά από μια διαφορετική ποιότητα σχέσεων ανάμεσά μας που μπορεί να αποτελέσει «παράδειγμα» για όλη την κοινωνία. Μήπως την είδατε;

Επιπλέον, η τελευταία Κεντρική Επιτροπή ανέδειξε σοβαρά προβλήματα λειτουργίας του ανεκτίμητου και αναπαλλοτρίωτου αγαθού της ύπαρξης ενδοκομματικών ιδεολογικών τάσεων με εσωτερική δημοκρατία και δημόσια λειτουργία και τοποθέτηση, αγαθού που κατακτήθηκε με πολύ αγώνα στο ιδρυτικό μας συνέδριο. Σύμφωνα και με την ορθότερη ερμηνεία της απόφασης του Συνεδρίου για τις τάσεις, αυτές διευρύνουν και εμπλουτίζουν τον πολιτικό και ιδεολογικό διάλογο μέσα στο κόμμα, πολιτικοποιούν βαθύτερα την εσωκομματική και τη δημόσια συζήτηση, εντάσσουν οργανικότερα τα μέλη στην κομματική ζωή και αφίστανται από τη μετατροπή τους σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς ή σε μηχανισμούς «καναλιζαρίσματος» των διαφωνιών ή και των συμφωνιών μέσα στο κόμμα. Αν έτσι έχουνε τα πράγματα, η παρούσα λειτουργία των τάσεων και ρευμάτων μέσα στο κόμμα δεν συνέβαλε ικανοποιητικά στην τελευταία Κ.Ε. στην κατανόηση και επίλυση των κρίσιμων πολιτικών ζητημάτων.

Ο κίνδυνος της γραφειοκρατικής λειτουργίας του κόμματος παραμένει πάντοτε υπαρκτός, ενόψει μάλιστα της πιθανής μετατροπής του σε κόμμα διακυβέρνησης και του αντικειμενικού κινδύνου «κρατικοποίησής» του. Αυτή την τάση την είχε προείδει από το 1905 ο συγγραφέας Ρομπέρτο Μίχελς μιλώντας για το «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» στα μαζικά αριστερά κόμματα και από τότε δεν έπαψε ποτέ σχεδόν να επαληθεύεται – με την εξαίρεση των μεγάλων επαναστατικών καμπών. Αν αυτός ο κίνδυνος ενισχυθεί, αυτό δεν θα οφείλεται διόλου στην ύπαρξη ιδεολογικών τάσεων αλλά μάλλον στην ελαττωματική λειτουργία τους. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι οι τάσεις έχουν όλες συλλήβδην την ίδια ευθύνη ή ότι «όλοι μαζί το φέραμε ως εδώ», όσον αφορά τα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, το ζήτημα της γραφειοκρατικής αντίληψης υπάρχει αντικειμενικά για όλα τα ρεύματα της Αριστεράς.

Σε κάθε περίπτωση, τα τεκταινόμενα, προαχθέντα και πραγέντα στην τελευταία Κ.Ε., καθώς και ιδίως όσα δεν έγιναν, συμπυκνώνουν μέσα στη γραφειοκρατική τους ασάφεια, αδράνεια και αμορφία έναν πιθανό θάνατο και ένα πιθανό πένθος ως ενδεχόμενο σοβαρό κίνδυνο, αν δεν υπάρξουν έγκαιρα αντίρροπες κινήσεις. Τον πιθανό θάνατο της πολιτικής μας αθωότητας και το πιθανό πένθος για το χαμένο ενθουσιασμό μας. Ορισμένοι, όπως ο σ. Δραγασάκης, αυτόν το θάνατο τον ονομάζουν εύστοχα «βίαιη ωρίμανση». Δεν συνιστά αυτή η αποστροφή απόλυτο εννοιολογικό λάθος, καθώς ο θάνατος, υλικός ή συναισθηματικός, διαλεκτικά αποτελεί άρνηση της ζωής και, άρα, αντικειμενικό βίαιο προχώρημα και ολοκλήρωση ενός προτσές βιολογικής και ψυχικής ωρίμανσης και ακόμη και η σήψη παράγει νέα ζωή.

Αν, όμως, ο θάνατος του ενθουσιασμού μας αποτελέσει τη βάση της νέας ωρίμανσης, η ωρίμανση αυτού του τύπου θα επιφέρει λίγο ή πολύ αργότερα και τον ίδιο τον θάνατο αυτού του πολιτικού υποκειμένου (δες και την ιστορία του ΠΑΣΟΚ – αλλά τι ρόλο παίζει, εμείς δεν «μπορούμε» να γίνουμε ΠΑΣΟΚ λόγω ιστορικής ούγιας και «καλής ανατροφής»). Ενδεχομένως, όμως, έχουμε ακόμη κάποιον χρόνο και αρκετές δυνάμεις για να τα αποφύγουμε όλα αυτά τα δυσάρεστα και να τα ανατάξουμε. Όπως έλεγαν οι παλαιοί κομμουνιστές, η ζωή θα δείξει. Ή, όπως λένε οι μουσουλμάνοι, ο Θεός είναι μεγάλος.

*Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι μέλος της Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ

 Πηγή: rproject

 

Οι διανοούμενοι, η Αριστερά και η πρόκληση της αντι-ηγεμονίας

papavlasopoulosτου Ευθύμη Παπαβλασόπουλου*

 –
Μια από τις απορίες που διατυπώνονται πληθωριστικά τα τελευταία χρόνια, αφορά την εκκωφαντική σιωπή και τη σημαίνουσα απουσία των διανοουμένων από το δημόσιο λόγο και τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Η απορία αυτή εδράζεται σε ένα ισχυρό και παραπλανητικό στερεότυπο, το οποίο προσλαμβάνει τους διανοούμενους συλλήβδην ως Προμηθείς, που στέκονται κριτικά απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, υπερασπιζόμενοι την κληρονομία του κριτικού λόγου και τις οικουμενικές αξίες του Διαφωτισμού. Στη συνάφεια αυτή οι διανοούμενοι εν γένει αναπαρίστανται ως αϊστορικό και αταξικό υποκείμενο με προσίδιους ρόλους και a priori θετικά αξιοδοτημένες στάσεις.Ο προοδευτικός διανοούμενος: ένας (ακόμα) μύθος;Το στερεότυπο αυτό φιλοτεχνεί ένα καθολικό (ιδεό)τυπο διανοουμένου, ιδεότυπο που  αποσιωπά την αξιακή αμφισημία του Λόγου, παραγνωρίζει την υλικότητα της κανονιστικής θεμελίωσης των κοινωνικών σχέσεων και υποβαθμίζει την πολλαπλότητα και ανταγωνιστικότητα των προγραμμάτων της νεωτερικότητας. Oι διανοούμενοι όμως δεν αναπαράγονται σε ιστορικό κενό, δεν ίστανται πέρα και πάνω από τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και τα ταξικά συμφέροντα. Αντίθετα, η πολιτική τους στάση, ο λόγος και η σιωπή τους προσδιορίζονται από μια σειρά παράγοντες με σαφή κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική έδραση. Η ταξική τους προέλευση και η θέση τους στο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, ο συσχετισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, η θέση τους στις θεσμικές ιεραρχίες και η ικανότητα του συστήματος να ενσωματώνει την κριτική και να εξουδετερώνει τα ριζοσπαστικά της φορτία, προοικονομούν εν πολλοίς τις επιλογές και τους προσανατολισμούς τους. Το στοιχειό, ωστόσο, που ενοποιεί τις επιμέρους φυλές της διανόησης, είναι η σχετική τους αυτονομία, σε περιόδους σταθερότητας, από τις δουλείες των ανταγωνισμών της πολιτικής σκηνής. Αυτονομία η οποία απομειώνεται δραστικά σε συνθήκες πολιτικής κρίσης και όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων.
Το στερεότυπο των κριτικών και αντιστασιακών διανοουμένων υπήρξε για χρόνια ένας από τους αστικούς μύθους στη χώρα μας, σε βαθμό μάλιστα που μαζί με τη νεολαία να θεωρούνται από ορισμένους ως οιονεί επαναστατικά υποκείμενα. Η πρόσληψη αυτή είναι βεβαίως εν μέρει δικαιολογημένη, εφόσον το μετεμφυλιακό πλέγμα εξουσίας, υπερσυντηρητικό και φοβικό απέναντι σε κάθε μορφή κριτικής, απέκλεισε την εγχώρια διανόηση τόσο από την αναδιανομή των πόρων, όσο και από την ασφυκτικά ελεγχόμενη δημόσια σφαίρα, επιχειρώντας μάλιστα να φιμώσει αυταρχικά ακόμα και εμβληματικές φωνές του αστικού πολιτισμού. Εξάλλου, προτεραιότητα στη διανομή της λείας είχαν οι στυλοβάτες τού υλικού και ιδεολογικού καταναγκασμού, καθώς και οι στρατιές των μαχητικών εθνικοφρόνων. Αυτός ο ιδιότυπος αποκλεισμός προσανατόλισε την κρίσιμη μάζα των διανοουμένων προς την Αριστερά και την παροχέτευσε στην κοίτη των κινημάτων κοινωνικής διαμαρτυρίας και πολιτιστικής και πολιτικής αντίστασης.Η κρατικοποίηση της διανόησης

Είναι αλήθεια ότι η Μεταπολίτευση βρήκε τη συντριπτική πλειοψηφία της σοβαρής διανόησης στην εμπροσθοφυλακή του ρευστού ριζοσπαστισμού και του αμφίσημου κοινωνικοπολιτικού ακτιβισμού, που σφράγισαν τη διαδικασία μετάβασης στη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, αλλά και την εδραίωσή της. Ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι εδώ και δεκαετίες ο τύπος του αντιστασιακού και κριτικού διανοουμένου είναι είδος εν ανεπαρκεία.
Οι λόγοι αυτής της ιδιότυπης έκλειψης της κριτικής διανόησης δεν αφορούν τόσο στις ενδογενείς της μεταλλάξεις, αλλά σχετίζονται πρωτίστως με ευρύτερους κοινωνικοπολιτικούς και θεσμικούς μετασχηματισμούς. Συγκεκριμένα, εγγράφονται στην εκκρεμή από τη δεκαετία του 1960 διαδικασία κοινωνικής και πολιτικής ολοκλήρωσης, που εντάσσει, μετά το 1974, σταδιακά τις εξαρτημένες και αποκλεισμένες ταξικές μερίδες στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, ενώ παράλληλα  ενσωματώνει  έκδοχα στοιχεία από την ιστορία και τον πολιτισμό τους στο νέο ιδεολογικό αφήγημα, που κατασκευάζεται μεταπολιτευτικά με ηγεμονικές αξιώσεις. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής συμπερίληψης δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για την κρατικοποίηση και εξουδετέρωση της Αριστεράς, όχι μόνο ως πολιτικής δύναμης αλλά κυρίως ως συμμαχίας των υποτελών τάξεων, ως ανταγωνιστικό, απέναντι στο αστικό σύστημα αξιών και εν τέλει ως εναλλακτικό σχέδιο οργάνωσης των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών σχέσεων.
Στη συνάφεια αυτή μια από τις κρίσιμες διευθετήσεις της Μεταπολίτευσης ήταν και η ενσωμάτωση των διανοουμένων στο σύστημα εξουσίας. Παρέλκει νομίζω να αναφερθώ σε πληθώρα παραδειγμάτων, που αποδεικνύουν ότι έκτοτε το μεγαλύτερο μέρος της παρ’ ημίν διανόησης κατασκευάζεται συμβολικά και αναπαράγεται υλικά με  πόρους του κράτους αρχικά και του πολιτικού, οικονομικού και μιντιακού πλέγματος στη συνέχεια. Αυτή η οργανική σύμφυση άρχισε να αποκτά σαφές περίγραμμα μετά το 1981, όταν οι λάντζες που ελαύνονταν από τα άγονα πλέον εδάφη του πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσωτερικού, τροφοδοτούσαν διαρκώς με καραβάνια  υπεύθυνων και εκσυγχρονισμένων αριστερών διανοούμενων – και όχι μόνο- τη φορτηγίδα του ΠΑΣΟΚ, η οποία τους περαίωνε, συνήθως λάθρα και νύκτωρ, στις εύκρατες και λιπαρές ακτές του συστήματος.
Είναι επίσης αυτονόητο ότι η κρατικοποίηση της διανόησης και η εξουδετέρωση των ενοχλητικών αιχμών του διανοούμενου λόγου δεν έχουν εκριζώσει ολοσχερώς το κριτικό του πνεύμα και το αγωνιστικό του φρόνημα. Πράγματι, υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα ευάριθμες κριτικές φωνές, που με τεράστιο προσωπικό κόστος επιμένουν να αυθαδιάζουν στο συστημικό καθωσπρεπισμό  και στις νέες ορθοδοξίες. Όμως αυτές οι παραφωνίες στιγματίζονται ως γραφικές, δύστροπες, μνησίκακες και μίζερες και αποκλείονται συστηματικά από την προκρούστεια δημόσια σφαίρα και μάλιστα ακόμα και από περιοχές της με αριστερό πρόσημο.

Διανοούμενοι της κρίσης και κρίση της (δια)νόησης

Δεν είναι στις προθέσεις μου να αναφερθώ διεξοδικά στις φυλές τής εγχώριας διανόησης και στις μεταλλάξεις τους. Θα σχολιάσω δύο επίκαιρα υβρίδια που δεσπόζουν με διαφορετικό τρόπο στη δημόσια ζωή: τους  οργανικούς διανοούμενους της διαπλοκής και τους «μηνυτές» του συστήματος. Τα υβρίδια αυτά συντονίζονται με τις δίδυμες εναλλακτικές στρατηγικές του συστήματος έναντι της Αριστεράς, δηλαδή της περιθωριοποίησης και της ενσωμάτωσης, που προσφυώς  σχολίασε ο Α. Μπαλτάς σε άρθρο του στην «Αυγή».
Το πρώτο υβρίδιο καλλιεργήθηκε συστηματικά στις λόχμες των εκσυγχρονιστικών εγχειρημάτων, στη νεοσοσιαλδημοκρατική και νεοφιλελεύθερη εκδοχή τους, και σταδιοδρόμησε στην αστραφτερή πασαρέλα του πολιτικοκαλλιτεχνικού λαιφ στάιλ. Προβλήθηκε πληθωριστικά από τα μιντιακά συγκροτήματα και απέκτησε προνομιακή πρόσβαση σε δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους. Σε περιόδους σχετικής σταθερότητας κινήθηκε αθόρυβα στη μισγάγγεια του κράτους και της οικονομίας και λειτούργησε άλλοτε υποστηρικτικά και άλλοτε καθησυχαστικά σε κρίσιμες επιλογές τού συστήματος της διαπλοκής.
Στην περίοδο της κρίσης η συστημική διανόηση ανασυγκροτήθηκε ως εφεδρικός στρατός, που ρευστοποίησε  τους κατεστημένους μεταπολιτευτικούς κομματικούς  και ιδεολογικοπολιτικούς διαχωρισμούς και κινητοποιήθηκε για να αναχαιτίσει την ταχύτατη αποσύνθεση του  πολιτικού συστήματος, αναλαμβάνοντας ποικίλους ρόλους: άλλοτε ως υποστύλωμα της καταρρέουσας «κεντροαριστεράς», άλλοτε ως ανάχωμα στην αύξουσα επιρροή της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και ενίοτε ως πολιτικό κεφάλαιο γεφύρωσης των συστημικών κομμάτων. Αρκεί να μελετήσει κανείς την ανθρωπογεωγραφία και τη σύνθεση των πολιτικών πρωτοβουλιών, που πληθωριστικά εκδηλώθηκαν το τελευταίο διάστημα, για να καταλάβει τις πραγματικές στοχεύσεις, αλλά και την ευελιξία αυτού του υπερδραστήριου είδους.
Η δεύτερη κατηγορία, οι «μηνυτές του συστήματος», μετριοπαθής και (αδι)αφανής, κινείται ευέλικτα και διακριτικά στην οριογραμμή του συστήματος της διαπλοκής. Έχοντας, συνήθως, καταγωγική αναφορά στην ποικιλόχρωμη Αριστερά της πρώιμης και μέσης  Μεταπολίτευσης, καλλιέργησε έκτοτε επιλεκτικές και εκλεκτικές σχέσεις με την Ανανεωτική και Ριζοσπαστική Αριστερά. Πριν επιχειρήσω να σκιαγραφήσω το προφίλ και την τακτική της, οφείλω μια εξήγηση για την ονοματοδοσία της. Σε προϊσχύσαντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπονταν ένα μέτρο εκτέλεσης, η αποστολή μηνυτού, που έδινε τη δυνατότητα στο δανειστή να αποσπάσει δικαστική απόφαση, η οποία του επέτρεπε να εγκαταστήσει στην οικία του οφειλέτη άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, ο καλούμενος «μηνυτής», «όπου εδιαιτάτο, εσιτίζετο και εκοιμάτο δαπάναις του οφειλέτου» και είχε ως μοναδική αποστολή να του υπενθυμίζει συνεχώς  την ανάγκη εξοφλήσεως της οφειλής του.
Τέτοιες αποστολές άρχισαν να καταφθάνουν στην περίμετρο της Κουμουνδούρου, ήδη την επαύριον των εκλογών του Ιουνίου του 2012, για να πυκνώσουν εντυπωσιακά το τελευταίο διάστημα. Αναφέρομαι σε διανοούμενους με ειδικό βάρος και σημαίνουσα παρουσία στο δημόσιο διάλογο, που υποδεικνύουν επίμονα τα ελλείμματα στρατηγικής και τα προγραμματικά κενά του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως την υποχρέωσή του να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα. Πρόκειται για διανοούμενους που, από τη δεκαετία του 1990, συνδιαμόρφωσαν μεθοδικά και επίμονα το ερμηνευτικό και κανονιστικό πλαίσιο για την αποδόμηση και απαξίωση του μεταπολιτευτικού κεκτημένου. Να θυμηθούμε μόνο ενδεικτικά τα αφοριστικά στερεότυπα περί λαϊκισμού, συντεχνιών, τζαμπαζήδων, διογκωμένου και αντιπαραγωγικού δημόσιου τομέα, εσωστρεφών και μη ανταγωνιστικών ΑΕΙ, αποτυχημένου κράτους… προνομιακά εργαλεία του μνημονιακού «Τζαγγερνώτ». Οι τρέχουσες αναλύσεις τους προσαρμοσμένες στο ύφος και τη θερμοκρασία της κρισιακής συγκυρίας και θεμελιωμένες ρητορικά στις αξίες και τις ιδέες της Αριστεράς, προοικονομούν και υποβάλλουν το «μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα» και τις πολιτικές προτεραιότητες της αναμενόμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Θα αναρωτηθεί κανείς εύλογα γιατί η συρροή και η συνδρομή νεόκοπων και αναγεννημένων αριστερών αποτελεί πρόβλημα για τη στρατηγική και την προοπτική του κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς; Πολλώ δε μάλλον όταν οι έκτυπες αντινομίες της κυβερνητικής πολιτική, η απροσχημάτιστη παραβίαση θεμελιωδών αξιακών και θεσμικών παραδοχών, αναπροσδιορίζει τις ατομικές και συλλογικές στάσεις και προτιμήσεις. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα δεν είναι ο «συνωστισμός» των πρόσωπων, αλλά το ταξικό και πολιτικό φορτίο των ιδεών και των επεξεργασιών που αυτά κομίζουν. Η προφανής τους πρόθεση να εμβολιάσουν υποδόρια την ιδεολογική φυσιογνωμία και το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ με τα πυρηνικά στοιχειά της ηγεμονικής ατζέντας. Η σπουδή τους να υποδείξουν τις κοινωνικές και πολιτικές του συμμαχίες. Να διαμορφώσουν κοντολογίς το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η κυβερνητική διαχείριση την επόμενη μέρα. Και το πρόβλημα αποκτά υπαρξιακές διαστάσεις, αν αναλογιστούμε τις προκλήσεις και τα εμπόδια που θα αντιμετωπίσει, το προσεχές διάστημα, η Αριστερά και η κοινωνία.

Η πρόκληση της αντι- ηγεμονίας

Η σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά τόσο στη λογιστική  των εκλογικών και κοινοβουλευτικών συσχετισμών, στα μείγματα πολιτικής που θα εφαρμόσει, ούτε καν στο εύρος και τη σύνθεση των συμμαχιών που θα τον περαιώσουν στην κυβέρνηση. Αφορά στο επίπονο και αβέβαιο διάβημα της σύνθεσης μιας ηγεμονικής πολιτικής πρότασης. Για να το θέσω διαφορετικά: η εκπλήρωση της υπόσχεσης που επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ, θα εξαρτηθεί πρωτίστως από την ικανότητά του να συναρθρώσει δραστικές αντι-ηγεμονικές εγκλήσεις, ικανές να ρηγματώσουν τη νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική ηγεμονία, που εκπαίδευσε συστηματικά και έθισε την κοινωνία στο ναρκισσιστικό ατομικισμό, στον κοινωνικό κομφορμισμό, στην πολιτική απάθεια και τoν κοινωνικό αυτοματισμό.
Κάτι τέτοιο προϋποθέτει  την πολιτική  βούληση να (ανα)συγκροτηθεί και να δράσει όχι ως κόμμα κυβερνητικής διαχείρισης, αλλά ως συλλογικός διανοούμενος. Να κινητοποιήσει δηλαδή τους οργανικούς διανοούμενους της Αριστεράς, να επεξεργαστεί αυτόνομα και να εμπεδώσει στη συλλογική συνείδηση το αξιακό σύστημα των υποτελών τάξεων, να παράξει ριζοσπαστική θεωρία και πολιτικό σχέδιο που θα μπολιάσουν τον πυρήνα του  κυβερνητικού του προγράμματος. Και ασφαλώς να γειώσει την ηγεμονική του πρόταση  στην υλικότητα των κοινωνικών σχέσεων. Άλλωστε, όσοι επιμένουν να αναζητούν στον  Γκράμσι ερμηνείες και όχι τσιτάτα, γνωρίζουν καλά ότι η ηγεμονία γεννιέται στο «εργοστάσιο», εν προκειμένω στους υλικούς τόπους και στους κοινωνικούς δεσμούς, όπου οργανώνονται με βάναυσο τρόπο η εκμετάλλευση, η αποστέρηση και ο αποκλεισμός ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων. Εφόσον διασφαλιστούν αυτές οι προϋποθέσεις, είναι αυτονόητο ότι ο διάλογος και η συμπόρευση με διανοούμενους, πολιτικό προσωπικό και κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις που ελαύνονται από διαφορετικούς ιδεολογικοπολιτικούς χώρους, όπως και η αξιοποίησή τους σε κυβερνητικές θέσεις και δημόσια αξιώματα δεν είναι μόνο θεμιτή, αλλά στις παρούσες συνθήκες και αναγκαία.
Επιστρέφω στον Γκράμσι και στη σοσιαλιστική στρατηγική που επεξεργάστηκε, μέσα από την επίκαιρη ανάγνωση του Ε. Λακλάου και της Σ. Μουφ, για να διατυπώσω τις συμπερασματικές μου σκέψεις: Η στρατηγική της Αριστεράς για την πολιτική της κατίσχυση μπορεί και οφείλει να στηριχτεί σε μια τακτική συμμαχία διαφορετικών συμφερόντων, όπου τα συμπράττοντα μέρη θα διατηρήσουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Ο αγώνας όμως για την ιδεολογική ηγεμονία, και αυτός είναι ο κρίσιμος αγώνας, προϋποθέτει μια συλλογική βούληση που με αγωγό την ιδεολογία θα ενοποιήσει το «ιστορικό μπλοκ» και θα το προσανατολίσει σταθερά και ενεργητικά στο μακρινό, ακόμη, ορίζοντα του δικού μας σοσιαλισμού.
Ξέρω ότι το εγχείρημα είναι δύσκολο, ναρκοθετημένο και αστάθμητο στις εκβάσεις του, το διεθνές περιβάλλον δυσμενές, οι συσχετισμοί στο κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο εξαιρετικά αρνητικοί…όμως η Αριστερά και ο κόσμος της δεν έχουν την πολυτέλεια να σαστίσουν μπροστά στην πρόκληση της Ιστορίας, γιατί δεν έχουμε την αντοχή για μια ακόμα χαμένη ευκαιρία. Και η ευκαιρία κινδυνεύει να χαθεί αν, στο όνομα της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, εκχωρήσουμε στους κατ’ επάγγελμα διανοούμενους και στους μηχανισμούς που τους πλαισιώνουν τα πεδία της θεωρίας, των αξιών και των ιδεών.

* Ο Ευθ. Παπαβλασόπουλος διδάσκει στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του πανεπιστημίου Κρήτης.

Μιλώ γι’ αυτούς που έμειναν εκτεθειμένοι

xelakis1του Γιώργου Χελάκη*

‘Εχουν λόγους να αισθάνονται ανακουφισμένοι στις διοικήσεις της ΑΕΚ και του Παναθηναϊκού. Το Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής ψήφισε προχθές τον νέο αναθεωρημένο προϋπολογισμό. Νέο και αναθεωρημένο, αν θέλεις τον λες. Αν ήταν τέτοιος, γιατί άραγε να τον ψήφιζε ο τέως περιφερειάρχης, κ. Σγουρός; Επειδή έγινε αγνώριστος; Προφανώς όχι.

Η ανακούφιση στα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια των «κιτρίνων» και των «πρασίνων» (βλέπε Μελισσανίδης, Αλαφούζος), προκύπτει από το γεγονός ότι οι προβλέψεις (κωδικοί) για τα είκοσι και επτά εκατομμύρια αντιστοίχως παραμένουν ως έχουν. Που πάει να πει ότι η περιφέρεια με τη νέα σύνθεσή της είναι κατ’ αρχάς διατεθειμένη να τους δώσει όσα είχε υποσχεθεί και είχε προβλέψει ο κ. Σγουρός.

Τι δικαιούνται λοιπόν να σκέφτονται όσοι στήριξαν τη Ρένα Δούρου και πληροφορήθηκαν αυτή την εξέλιξη; Προφανώς ότι ορισμένα πράγματα μπορούμε να τα λέμε προεκλογικά, αλλά όταν εκλεγούμε τα σκεφτόμαστε με τον τρόπο που τα είχαν σκεφτεί οι προηγούμενοι. Τον τρόπο, δηλαδή, που είχαμε καταγγείλει και καταδικάσει…

Απότομη στροφή και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τι κι αν πολλοί που έβαλαν πλάτη και πλήρωσαν κόστος γι’ αυτό, βρεθούν «ντελαπαρισμένοι». Με πρώτο τον δήμαρχο Νέας Φιλαδέλφειας, Αρη Βασιλόπουλο.

Ισως ο χρόνος ήταν λίγος και δεν έφτανε για να αναμορφωθούν όλες οι προβλέψεις του προηγούμενου προϋπολογισμού. Αν είναι έτσι, γιατί -μια μέρα πέρασε- να μην υπάρχει μία διευκρινιστική δήλωση από την περιφερειάρχη ή τον επί των Οικονομικών αντιπεριφερειάρχη. Στο περιβάλλον τους δεν υπήρξε κανείς να τους μιλήσει για το θέμα;

Σήμερα λοιπόν κάποιοι πανηγυρίζουν. Πολλοί από αυτούς γιατί απλά θέλουν η ομάδα τους να φτιάξει γήπεδο ή να ανακατασκευάσει αυτό που ήδη έχει. Ουδείς ψόγος. Κάποιοι άλλοι, όμως, πείστηκαν πως όταν προπηλακίζεις, απειλείς, πιέζεις, μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο και ανησυχητικό. Το να σε υπερψηφίζει ακόμα κι ο Τζήμερος μπορείς να το πεις και σύμπτωση που δεν πρόκειται να ξανασυμβεί. Να σε ψηφίζει και με τα δύο χέρια ο κ. Σγουρός, άντε να το αποδώσεις σε πολιτικάντικη κουτοπονηριά. Να αφήνεις όμως εκτεθειμένους όσους πήγαν μαζί σου κόντρα στο ρεύμα χωρίς να τους δίνεις κάποια εξήγηση για να έχουν κάτι να πουν, είναι από ανησυχητικό έως επικίνδυνο.

 

* Αναδημοσίευση από εφημερίδα Sportday